Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

ΠΑΣΧΑ ΣΤΑΥΡΩΣΗ-ΤΑΦΗ-ΑΝΑΣΤΑΣΗ

ΠΑΣΧΑ
ΣΤΑΥΡΩΣΗ-ΤΑΦΗ-ΑΝΑΣΤΑΣΗ


Η Σταύρωση του Κυρίου | Πεμπτουσία  
Η Αποκαθήλωση και η Ταφή του Κυρίου | Πεμπτουσία




 Η Ανάσταση του Ιησού Χριστού είναι το θαύμα των θαυμάτων - himara ...



Επιτάφιος Θρήνος


Ω γλυκύ μου έαρ,
γλυκότατόν μου τέκνον,
πού έδυσου το κάλλος;
Η δάμαλις τον μόσχον,
εν ξύλω κρεμασθέντα,
ηλάλαζεν ορώσα.

Ω φως των οφθαλμών μου,
γλυκύτατόν μου τέκνον,
πώς τάφω νυν καλύπτη;


Η ζωή εν τάφω



Η ζωή εν τάφω
κατετέθης, Χριστέ,
και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο,
συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σήν.

Η ζωή πως θνήσκεις;
πώς και τάφω οικείς;
του θανάτου το βασίλειον λύεις δε
και του Άδου τους νεκρούς εξανιστάς.

Μεγαλύνομέν σε,
Ιησού Βασιλεύ,
και τιμώμεν την ταφήν και τα πάθη σου,
δι’ ων έσωσας ημάς εκ της φθοράς.




ΣΗΜΕΡΟΝ ΚΡΕΜΑΤΑΙ ΕΠΙ ΞΥΛΟΥ

Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου, ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας. Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται, ὁ τῶν Ἀγγέλων Βασιλεύς. Ψευδῆ πορφύραν περιβάλλεται, ὁ περιβάλλων τὸν οὐρανὸν ἐν νεφέλαις. Ῥάπισμα κατεδέξατο, ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τὸν Ἀδάμ. Ἥλοις προσηλώθη, ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας. Λόγχῃ ἐκεντήθη, ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου. Προσκυνοῦμέν σου τὰ Πάθη Χριστέ. Δεῖξον ἡμῖν, καὶ τὴν ἔνδοξόν σου Ἀνάστασιν.




Δημοτικό, «Μοιρολόι της Παναγιάς»


Σήμερα μαύρος Ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,

σήμερα όλοι θλίβουνται και τα βουνά λυπούνται,

σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Οβραίοι,

οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι

για να σταυρώσουν το Χριστό, Αφέντη Βασιλέα.

Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι

να λάβει δείπνον μυστικόν για να τον λάβουν όλοι.

Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,

τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της.

Φωνή τους ήρθ’ εξ Ουρανού απ’ Αρχαγγέλου στόμα:

-Φτάνουν κυρά μου οι προσευχές, φτάνουνε κι οι μετάνοιες,

το γιό σου τον επιάσανε και στο φονιά τον πάνε

και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τον τυραγνάνε.

-Χαλκιά-χαλκιά, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.

Και κείνος ο παράνομος βαρεί και φτάχνει πέντε.

-Συ Φαραέ, που τα ‘φτιασες πρέπει να μας διδάξεις.

-Βάλε τα δυο στα χέρια του και τ’ άλλα δυο στα πόδια,

το πέμπτο το φαρμακερό βάλε το στην καρδιά του,

να στάξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.

Κι’ η Παναγιά σαν τάκουσε έπεσε και λιγώθη,

σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο

για να της ερθ’ ο λογισμός, για να της έρθει ο νους της.

Κι όταν της ηρθ’ ο λογισμός, κι όταν της ηρθ’ ο νους της,

ζητά μαχαίρι να σφαγεί, ζητά φωτιά να πέσει,

ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για το μονογενή της.

-Μην σφάζεσαι, Μανούλα μου, δεν σφάζονται οι μανάδες

Μην καίγεσαι, Μανούλα μου, δεν καίγονται οι μανάδες.

Λάβε, κυρά μ’ υπομονή, λάβε, κυρά μ’ ανέση.

-Και πώς να λάβω υπομονή και πώς να λάβω ανέση,

που έχω γιο μονογενή και κείνον Σταυρωμένον.

Κι η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα

και του Ιακώβου η αδερφή, κι οι τέσσερες αντάμα,

επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι

και το στρατί τους έβγαλε μες του ληστή την πόρτα.

-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.

Κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.

Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει,

τηράει δεξιώτερα βλέπει τον Αϊγιάννη,

Αγιέ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γιου μου,

μην είδες τον υγιόκα μου και τον διδάσκαλόν σου;

-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,

δεν έχω χεροπάλαμα για να σου τόνε δείξω.

Βλέπεις Εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο,

οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,

οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;

Αυτός είναι ο γυιόκας σου και με ο δάσκαλός μου!

Κι’ η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον αγκαλιάζει.

-Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;

-Τι να σου πω, Μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις·

μόνο το μέγα-Σάββατο κατά το μεσονύχτι,

που θα λαλήσει ο πετεινός και σημάνουν οι καμπάνες,

τότε και συ, Μανούλα μου, θάχεις χαρά μεγάλη!

Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα Ουράνια,

σημαίνει κι’ η Άγια Σοφία με τις πολλές καμπάνες.

Όποιος τ’ ακούει σώζεται κι’ όποιος το λέει αγιάζει,

κι’ όποιος το καλοφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει,

Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο.







Οἱ πόνοι τῆς Παναγιᾶς

Ποῦ νὰ σὲ κρύψω, γιόκα μου, νὰ μὴ σὲ φτάνουν οἱ κακοί;..
Σὲ ποιὸ νησὶ τοῦ Ὠκεανοῦ, σὲ ποιὰν κορφὴν ἐρημική;..
Δὲ θὰ σὲ μάθω νὰ μιλᾷς καὶ τ’ ἄδικο φωνάξης.
Ξέρω πὼς θάχης τὴν καρδιὰ τόσο καλή, τόσο γλυκή,
ποὺ μὲ τὰ βρόχια τῆς ὀργῆς ταχιὰ θενὰ σπαράξεις.
Σὺ θάχης μάτια γαλανά, θάχης κορμάκι τρυφερὸ-
θὰ σὲ φυλάω ἀπὸ ματιὰ κακὴ κι ἀπὸ κακὸν καιρό,
ἀπὸ τὸ πρῶτο ξάφνισμα τῆς ξυπνημένης νιότης.
Δὲν εἶσαι σὺ γιὰ μάχητες, δὲν εἶσαι σὺ γιὰ τὸ σταυρό.
Ἐσὺ νοικοκερόπουλο – ὄχι σκλάβος ἢ προδότης.
Τὴ νύχτα θὰ σηκώνωμαι κι ἀγάλια θὰ νυχοπατῶ,
νὰ σκύβω τὴν ἀνάσα σου ν’ ἀκῶ, πουλάκι μου ζεστό,
νὰ σοῦ τοιμάζω στὴ φωτιὰ γάλα καὶ χαμομῆλι,
κ’ ὕστερ’ ἂπ’ τὸ παράθυρο μὲ καρδιοχτύπι νὰ κοιτῶ
πού θὰ πηγαίνῃς στὸ σκολειὸ μὲ πλάκα καὶ κοντύλι…
Κι ἂν κάποτε τὰ φρένα σου μ’ ἀλήθεια- φῶς τῆς ἀστραπῆς-
χτυπήσει ὁ Κύρης τὰ’ οὐρανοῦ, παιδάκι μου νὰ μὴν τὰ πεῖς!
Θεριὰ οἱ ἄνθρωποι – δὲν μποροῦν τὸ φῶς νὰ τὸ σηκώσουν!
Δὲν εἶναι ἀλήθεια πιὸ χρυσὴ σὰν τὴν ἀλήθεια τῆς σιωπῆς…
Χίλιες φορὲς νὰ γεννηθῆς, τόσες θὰ σὲ σταυρώσουν!







Διονύσιος Σολωμός, 

«Η ημέρα της Λαμπρής» (1829)

«Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη


και από κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,
που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.


Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι, μικροί – μεγάλοι, ετοιμαστήτε
μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμαζωχτήτε


ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
ομπροστά στους Αγίους και φιληθήτε!
Φιληθήτε γλυκά, χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι!


Δάφνες εἰς κάθε πλάκα ἔχουν οἱ τάφοι,
καὶ βρέφη ὡραῖα στὴν ἀγκαλιὰ οἱ μανάδες·
γλυκόφωνα, κοιτώντας τὲς ζωγραφι-
σμένες εἰκόνες, ψάλλουνε οἱ ψαλτάδες·


λάμπει τὸ ἀσῆμι, λάμπει τὸ χρυσάφι
ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ χύνουνε οἱ λαμπάδες –
κάθε πρόσωπο λάμπει ἂπ΄ τ΄ ἁγιοκέρι,
ὁπού κρατοῦνε οἱ χριστιανοὶ στὸ χέρι…



Στελιος Σπεραντζας, “Ανασταση”

H Aνάσταση. Kαι γέμισε χαρά,
λουλούδισε η ψυχή μου σαν το κρίνο.
Kι ανοίγω της λαχτάρας τα φτερά,
ψηλά μες στης αυγής τα φωτερά
γαλάζιο ένα αστροφώς κι εγώ να γίνω.

Aνάσταση. Tα σήμαντρα χτυπούν.
Kι όλα τα δένδρα ανθίζουν πέρα ως πέρα.
Στον κόσμο αυτό ας μάθουν ν’ αγαπούν
όσοι το μίσος έσπειραν κι ας πουν
«Xριστός Aνέστη ετούτη την ημέρα».

Στελιος Σπεραντζας, “Η Λαμπρή”

Να ᾽την η Λαμπρή με τα λουλούδια
κόψετε, παιδιά, την πασχαλιά
κι όλα με χαρές και με τραγούδια
τρέξετε ν᾽ αλλάξωμε φιλιά.

Σήμαντρα γλυκά βαρούν ακόμα
και μοσχοβολούν οι εκκλησιές
μόσχος τα φιλιά στο κάθε στόμα
τα φιλιά της άνοιξης δροσιές.

Πάμε να στρωθούμε στο χορτάρι
και τ᾽ αρνί μας ψήνεται σιγά.
Και με της Ανάστασης τη χάρη
φέρτε να τσουγκρίσουμε τ᾽ αυγά.



TAXIDIOTHS

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου