Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

ΔΕΝ ΜΕΤΡΑΕΙ ΤΟ ΕΞΩ ΑΛΛΑ ΤΟ ΜΕΣΑ ΜΑΣ...

ΔΕΝ ΜΕΤΡΑΕΙ ΤΟ ΕΞΩ ΑΛΛΑ ΤΟ ΜΕΣΑ ΜΑΣ...


Μια φορά ήταν ένας άνθρωπος που κέρδιζε το ψωμί του πουλώντας μπαλόνια στα πανηγύρια.
Είχε απ’ όλα τα χρώματα: κόκκινα, κίτρινα, μπλε και πράσινα.
Όταν δεν πήγαιναν καλά οι δουλειές ελευθέρωνε ένα μπαλόνι γεμάτο με ήλιον.
Το έβλεπαν τα παιδιά κι έτρεχαν κοντά του για να αγοράσουν από ένα κι έτσι οι δουλειές έπαιρναν τα πάνω τους ξανά.
Αυτό γινόταν συνεχώς.
Κάποια μέρα ένιωσε ένα τράβηγμα στο σακάκι του. Γυρίζει και βλέπει έναν μικρό που ήθελε να ρωτήσει κάτι:
- Κύριε αν αφήσετε ένα μαύρο μπαλόνι, θα πετάξει κι αυτό;

Ευχαριστημένος με την ερώτηση του αγοριού απάντησε με το ίδιο ενδιαφέρον:
- Δεν είναι το χρώμα του μπαλονιού μικρέ μου που το κάνει να πετάει, αλλά εκείνο που έχει μέσα του.
Κατάλαβες τώρα; Μετράει το μέσα μας, η στάση μας. Το αν θα είσαι ένας σημαντικός άνθρωπος δεν έχει να κάνει με το παρουσιαστικό σου, αλλά με το τι έχεις μέσα στην ψυχή σου!. Αν η ψυχή σου είναι καθαρή θα πετάξεις πρός τον Θεό, δεν έχει σημασία το έξω αλλά το μέσα!!

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2019

Ο ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΟΔΗΓΟΣ

Ο ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΟΔΗΓΟΣ
(ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ Η ΚΟΥΚΛΑ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ)

Η εικόνα ίσως περιέχει: 2 άτομα, άτομα κάθονται και παιδί

Βρέθηκα σε ένα κατάστημα, στο διάδρομο με τα παιχνίδια. Με την άκρη του ματιού μου, παρατήρησα ένα αγοράκι γύρω στα πέντε, το οποίο κρατούσε μια κούκλα. Δε σταματούσε να της χαϊδεύει τα μαλλιά και να τη σφίγγει προσεκτικά πάνω του. Αναρωτήθηκα για ποιον προοριζόταν αυτή η κούκλα. Το αγοράκι γύρισε κάποια στιγμή προς την κυρία που βρισκόταν πλάι του: «Θεία μου, είσαι σίγουρη ότι δε μου φτάνουν τα λεφτά;» Η γυναίκα του απάντησε χάνοντας κάπως την υπομονή της: «Είπαμε ότι δεν έχεις αρκετά λεφτά για να την αγοράσεις.» Έπειτα, η θεία του του ζήτησε να μείνει εκεί και να τον περιμένει για λίγο, κι εκείνη έφυγε βιαστικά. Το αγοράκι κρατούσε ακόμη στα χέρια του την κούκλα. Τελικά, κατευθύνθηκα προς το παιδί και το ρώτησα σε ποιον ήθελε να δώσει την κούκλα. «Αυτή την κούκλα την ήθελε η αδερφή μου περισσότερο από καθετί για τα Χριστούγεννα. Ήταν σίγουρη ότι θα της την έφερνε ο Άι- Βασίλης.» Του είπα τότε ότι μπορεί και να της την έφερνε, κι εκείνο μου είπε θλιμμένο: «Όχι, ο Άι-Βασίλης δεν μπορεί να πάει εκεί που είναι τώρα η αδερφή μου... Πρέπει να δώσω την κούκλα στη μαμά μου να της την πάει.» Τα μάτια του ήταν πολύ θλιμμένα ενώ έλεγε αυτά τα λόγια. «Πήγε να συναντήσει τον Χριστούλη. Ο μπαμπάς λέει ότι και η μαμά θα πάει να συναντήσει το Χριστούλη σε λιγάκι. Έτσι, σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να πάρει την κούκλα μαζί της και να την πάει στην αδερφούλα μου.» Η καρδιά μου πήγε να σταματήσει. Το αγοράκι σήκωσε το βλέμμα προς εμένα και μου είπε: «Είπα στον μπαμπά να πει στη μαμά να μη φύγει αμέσως. Ζήτησα να περιμένει μέχρι να γυρίσω από το μαγαζί.» Μετά, μου έδειξε μία φωτογραφία που απεικόνιζε το ίδιο το αγοράκι μέσα στο κατάστημα να κρατάει την κούκλα, και μου είπε: «Θέλω η μαμά να πάρει κι αυτή τη φωτογραφία μαζί της, για να μη με ξεχάσει. Την αγαπάω τη μαμά και δε θέλω να μ'αφήσει, αλλά ο μπαμπάς λέει ότι πρέπει να πάει μαζί με την αδερφούλα μου.» Ύστερα, χαμήλωσε το κεφάλι του κι έμεινε σιωπηλό. Έψαξα στην τσάντα μου κι έβγαλα από μέσα ένα μάτσο χαρτονομίσματα και ρώτησα το αγοράκι: «Τι λες να μετρήσουμε τα λεφτά σου μια τελευταία φορά για να σιγουρευτούμε;» «Εντάξει, όμως πρέπει να βγουν αρκετά.» Έριξα κρυφά κάποια χρήματα μαζί με τα δικά του και αρχίσαμε το μέτρημα. Έφταναν με το παραπάνω για την κούκλα. Περίσσευαν κιόλας αρκετά. Το αγοράκι ψιθύρισε: «Ευχαριστώ Χριστούλη που μου έδωσες αρκετά λεφτά.» Έπειτα με κοίταξε και είπε: «Είχα ζητήσει από το Χριστούλη να κάνει να έχω αρκετά λεφτά για ν'αγοράσω την κούκλα και η μαμά μου να μπορεί να την πάει στην αδερφούλα μου. Εκείνος άκουσε την προσευχή μου. Ήθελα να έχω αρκετά λεφτά για ν'αγοράσω και ένα λευκό τριαντάφυλλο για τη μαμά, όμως δεν τόλμησα να του το ζητήσω. Εκείνος μου έδωσε αρκετά λεφτά για ν'αγοράσω την κούκλα και το λευκό τριαντάφυλλο. Ξέρετε, αρέσουν πολύ τα λευκά τριαντάφυλλα στη μαμά...» Λίγα λεπτά αργότερα, η θεία του ξαναγύρισε, κι εγώ απομακρύνθηκα σπρώχνοντας το καροτσάκι μου. Τέλειωνα τα ψώνια μου με ένα συναίσθημα εντελώς διαφορετικό από ότι όταν τα άρχιζα. Δεν μπορούσα να βγάλω απ'το μυαλό μου το αγοράκι. Μετά θυμήθηκα ένα άρθρο στην εφημερίδα, λίγες μέρες πριν, που μιλούσε για έναν οδηγό σε κατάσταση μέθης που είχε χτυπήσει ένα αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε μια νεαρή γυναίκα με την κόρη της. Το κοριτσάκι είχε πεθάνει ακαριαία και η μητέρα ήταν σοβαρά τραυματισμένη. Η οικογένεια έπρεπε να αποφασίσει εάν θα της διέκοπταν την αναπνευστική στήριξη... Να ήταν άραγε η οικογένεια του μικρού αγοριού; Δυο μέρες μετά, διάβασα στην εφημερίδα ότι η νεαρή γυναίκα ήταν νεκρή. Δεν μπόρεσα να μην πάω ν'αγοράσω ένα μπουκέτο λευκά τριαντάφυλλα και να βρεθώ στην αίθουσα όπου εκθέταν τη σωρό της. Ήταν εκεί και κρατούσε ένα όμορφο λευκό τριαντάφυλλο στο χέρι της, μαζί με μία κούκλα και τη φωτογραφία του μικρού αγοριού από στο κατάστημα. Έφυγα από την αίθουσα κλαίγοντας και με την αίσθηση ότι η ζωή μου θα άλλαζε για πάντα. Η αγάπη που είχε αυτό το αγοράκι για τη μαμά του και την αδερφή του ήταν τόσο μεγάλη, και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου ένας μεθυσμένος οδηγός του τα πήρε όλα μακριά....

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2019

ΥΠΝΟΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ

ΥΠΝΟΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, εσωτερικός χώρος

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν δύο αδέρφια, ο Ύπνος και ο Θάνατος, απόγονοι της Νύχτας και του Ερέβους. Δύο μικροί δίδυμοι θεοί, που κατοικούσαν στα έγκατα της Γης και έπαιζαν με το χρόνο. Τον μάζευαν στα σεντούκια τους και κάθε μέρα έπαιζαν μαζί του. Το παιχνίδι συνεχιζόταν για πολλά χρόνια, μέχρι που ο Ύπνος πρότεινε στον αδερφό του να βρουν ένα τρόπο να μαζέψουν περισσότερο χρόνο. Ο Θάνατος, δύστροπος, αδιάλλακτος και ακλόνητος, αρνήθηκε την πρόταση του αδερφού του και εξοργίστηκε μαζί του. Τα δυο αδέρφια μάλωσαν πολύ και ο Ύπνος αναγκάστηκε να φύγει από τον Τάρταρο όπου και κατοικούσαν για να κυνηγήσει το πεπρωμένο του στη Γη.

Τα χρόνια περνούσαν και ο Ύπνος είχε φτιάξει ένα δικό του μέρος για να μένει, το Νησί των Ονείρων. Είχε γίνει πολύ αγαπητός στους ανθρώπους. Περπατούσε πάνω στη θάλασσα και αιωρείτο πάνω από τις ψυχές των ανθρώπων, δίνοντάς τους αγαλλίαση και μακροζωία. Εκεί μαζεύονταν οι άυλες υποστάσεις των κοιμωμένων και χόρευαν και τραγουδούσαν. Τους μοίραζε όμορφα όνειρα και έδιναν και αυτοί ένα μικρό κομμάτι από το χρόνο τους σαν αντάλλαγμα της φιλοξενίας του. Ο αδερφός του ο Θάνατος, θύμωνε και ζήλευε κάθε φορά που κρυφοκοίταζε τους ανθρώπους να είναι τόσο ευτυχισμένοι δίπλα στον αδερφό του. Ήθελε να φύγει κι αυτός από τον Τάρταρο, αλλά δεν ήταν πουθενά ευπρόσδεκτος. Όλοι αγαπούσαν τον Ύπνο και κανένας δεν ήθελε το Θάνατο. Ο Θάνατος δεν είχε καρδιά, ούτε αγάπη, δε μοίραζε όνειρα, ούτε είχε χορούς και τραγούδια. Δεν ήθελε δώρα, δεν δεχόταν προσφορές και δεν ήθελε καμία ανθρώπινη αναγνώριση. Δεν ήθελε να μιλά σε κανέναν, γιατί όλοι φοβόντουσαν την παγωμένη ανάσα του. Ένα βράδυ θύμωσε τόσο πολύ, που αποφάσισε να πάρει μόνος του ό,τι του έλειπε. Θα έκλεβε αυτό που ήθελε και θα μάζευε δικούς του ανθρώπους εκεί που ζούσε, στα έγκατα της Γης.

Ο Θάνατος, ο άκαρδος θεός, ανέβαινε γρήγορα από τον Τάρταρο στη Γη και μάζευε τις ψυχές που του έδιναν αυτό που λαχταρούσε περισσότερο από όλα. Χρόνο! Καμιά φορά, όταν η ψυχή του αγαλλίαζε από την ποσότητα χρόνου που αποθήκευε, ανέβαινε στη Γη και έδινε χάρη σε κάποιους θνητούς που τον αναζητούσαν, κάποιους πονεμένους και άρρωστους που παρακαλούσαν για την επίσκεψή του. Μέχρι που ο χρόνος του φαινόταν λίγος και έπαιρνε κι άλλο, από όποιον έβρισκε μπροστά του.

Πλέον τα δίδυμα αδέρφια, σπάνια συναντιούνται πια. Κι όταν αυτό γίνει, ο Ύπνος για να κατευνάσει το θυμό του αδερφού του, διαλέγει έναν άνθρωπο που κοιμάται στο νησί του και τον θυσιάζει. Ο Θάνατος πλησιάζει αθόρυβα, αρπάζει το δώρο του και γλιστρά μακριά φροντίζοντας να μην ξυπνήσει το θύμα του.

Πίνακας:
John William Waterhouse
"Sleep and his half-brother Death"

Ο ΠΛΑΤΑΝΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΒΛΑΣΤΑΡΙΑ ΤΟΥ

Ο ΠΛΑΤΑΝΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΒΛΑΣΤΑΡΙΑ ΤΟΥ


Ήταν ένα πολύ μικρό χωριό.
Τόσο μικρό, που δεν το είχαν οι μεγάλοι χάρτες της χώρας. Τόσο μικρό, που είχε μόνο μια μικρούτσικη πλατεία και στη μοναδική του πλατεία, ένα μονάχα δέντρο.

Όμως, ο κόσμος αγαπούσε εκείνο το χωριουδάκι, αγαπούσε την πλατεία και το δέντρο του – ένα τεράστιο πλατάνι που βρισκόταν ακριβώς στη μέση της πλατείας. Και ακριβώς στο κέντρο της καθημερινής ζωής του χωριού. Κάθε απόγευμα γύρω στις εφτά, μετά τη δουλειά τους, οι άντρες και οι γυναίκες του χωριού συναντιόνταν στην πλατεία, φρεσκολουσμένοι, χτενισμένοι και ντυμένοι για να κάνουν δυο-τρεις βόλτες γύρω από το πλατάνι.

Για πάρα πολλά χρόνια, οι νέοι, οι πατεράδες τους και οι παππούδες τους διασταυρώνονταν καθημερινά κάτω απ’ το πλατάνι.

Εκεί είχαν κλείσει σπουδαίες δουλειές, εκεί είχαν πάρει καθοριστικές αποφάσεις για την κοινότητα, εκεί είχαν οριστεί γάμοι κι εκεί θυμούνταν τους νεκρούς τους για χρόνια και χρόνια.

Μια μέρα, κάτι διαφορετικό και θαυμαστό συνέβη. Από μια ρίζα του πλατάνου ξεπετάχτηκε, άξαφνα, ένα πράσινο κλαδάκι με δύο μοναδικά φύλλα που σημάδευαν τον ήλιο.

Ήταν ένα βλαστάρι. Το πρώτο βλαστάρι που έβγαζαν οι ρίζες του πλατάνου από τότε που τον θυμούνταν.

Μετά την αρχική συγκίνηση, δημιουργήθηκε μία επιτροπή που οργάνωσε μία γιορτή για το γεγονός.

Προς έκπληξη των διοργανωτών, δεν ήρθαν όλοι οι κάτοικοι του χωριού στη γιορτή. Ορισμένοι έλεγαν ότι το βλαστάρι θα δημιουργούσε επιπλοκές.

Λίγες μέρες μετά άρχισε να σκάζει και δεύτερο βλαστάρι. Και μέσα σ’ ένα μήνα, πάνω από είκοσι πράσινα κλαδάκια φύτρωναν πάνω στις γκρίζες ρίζες του πλατάνου.

Η χαρά των μεν και η αδιαφορία των δε, θα διαρκούσε λίγο. Το ανακοίνωσε ο φύλακας της πλατείας. Κάτι συνέβαινε στο γέρικο πλατάνι. Τα φύλλα του ήταν πολύ κίτρινα, αδύναμα κι έπεφταν εύκολα. Ο φλοιός του κορμού του, που άλλοτε ήταν τρυφερός και σαρκώδης, τώρα ήταν ξερός κι έσπαγε. Ο φύλακας έβγαλε μια διάγνωση.

«Το πλατάνι είναι άρρωστο». Και ίσως να πέθαινε.

Εκείνο το απόγευμα, στον απογευματινό περίπατο, άνοιξε μεγάλη συζήτηση ανάμεσα στους χωριανούς. Ορισμένοι έλεγαν πως έφταιγαν τα βλαστάρια. Τα επιχειρήματά τους ήταν σαφή. Όλα πήγαιναν καλά προτού εμφανιστούν τα βλαστάρια.

Οι υπερασπιστές των νέων βλαστών έλεγαν ότι το ένα δεν είχε σχέση με το άλλο, και τα βλαστάρια ήταν μια εξασφάλιση για το μέλλον – αν κάτι πάθαινε το πλατάνι.

Με τη συζήτηση, δημιουργήθηκαν δύο ομάδες σαφώς αντίθετες: η μία έδινε προτεραιότητα στο γέρικο πλατάνι και η άλλη στα νέα βλαστάρια.

Δίχως να το καταλάβουν, η λογομαχία φούντωσε και οι δύο ομάδες απομακρύνθηκαν περισσότερο. Όταν βράδιασε, αποφάσισαν να συζητήσουν το θέμα σε μία γενική συνέλευση των κατοίκων την επόμενη μέρα, για να καλμάρουν τα πνεύματα.

Δεν καλμάρισαν όμως. Την επόμενη μέρα, οι «Υπερασπιστές του Πλατάνου» – όπως άρχισαν να αυτοαποκαλούνται – είπαν ότι η λύση του προβλήματος ήταν η επιστροφή στην πρότερη κατάσταση. Τα βλαστάρια αφαιρούσαν δυνάμεις από το γέρικο πλατάνι ενεργώντας σαν παράσιτα του δέντρου. Συνεπώς, έπρεπε να κόψουν τα βλαστάρια για να σώσουν το πλατάνι.

Οι «Υπερασπιστές της Ζωής» – όπως είχε βαφτιστεί η δεύτερη ομάδα – άκουσαν ταραγμένοι την άποψη αυτή. Είχαν σκεφτεί κι εκείνοι μια λύση να προτείνουν. Έπρεπε να κοπεί το γέρικο πλατάνι, που είχε πια ολοκληρώσει τον κύκλο του. Το μόνο που έκανε ήταν να κόβει φως και νερό από τα νεογέννητα. Εξάλλου, ήταν μάταιο να υπερασπίζεις το πλατάνι αφού, ούτως ή άλλως, το γέρικο δέντρο ήταν σχεδόν νεκρό.

Η διαμάχη κατέληξε σε λογομαχία, η λογομαχία σε καβγά με φωνές, βρισιές και κλοτσιές. Η αστυνομία διέλυσε τη φασαρία και τους έστειλε όλους στα σπίτια τους.

Οι «Υπερασπιστές του Πλάτανου» συγκεντρώθηκαν τη νύχτα και αποφάσισαν ότι η κατάσταση ήταν απελπιστική. Οι ηλίθιοι αντίπαλοί τους δεν έπαιρναν από λόγια και συνεπώς έπρεπε να δράσουν. Οπλίστηκαν με κλαδευτήρια, κασμάδες και φτυάρια και πήγαν στην πλατεία. Αν κατέστρεφαν τα βλαστάρια, οι διαπραγματεύσεις θα γίνονταν με άλλους όρους.

Έφτασαν στην πλατεία πολύ ικανοποιημένοι. Όταν πλησίασαν στον πλάτανο είδαν μια ομάδα ανθρώπων να στοιβάζει ξύλα γύρω από το πλατάνι. Ήταν οι «Υπερασπιστές της Ζωής» που σκόπευαν να του βάλουν φωτιά.

Οι δύο ομάδες υπερασπιστών ήρθαν πάλι στα χέρια, μόνο που τώρα τα χέρια τους ήταν οπλισμένα με μίσος, οργή και διάθεση για καταστροφή.

Πολλά βλαστάρια ποδοπατήθηκαν και πληγώθηκαν με τον καβγά. Αλλά και το γέρικο πλατάνι έπαθε κάμποσες ζημιές στον κορμό και τα κλαδιά του.

Πάνω από είκοσι «υπερασπιστές» και των δύο πλευρών κατέληξαν στο νοσοκομείο πληγωμένοι, άλλος λίγο κι άλλος σοβαρά.

Το επόμενο πρωί, η πλατεία είχε διαφορετική όψη. Οι «Υπερασπιστές του Πλάτανου» είχαν υψώσει ένα φράχτη γύρω από το δέντρο και τέσσερις ένοπλοι το φύλαγαν συνέχεια.

Οι «Υπερασπιστές της Ζωής», από τη μεριά τους, είχαν σκάψει μια τάφρο και είχαν κυκλώσει με αγκαθωτό σύρμα τα βλαστάρια που απέμεναν, για να τα προστατέψουν.

Αλλά και στο υπόλοιπο χωριό, η κατάσταση είχε γίνει ανυπόφορη. Οι δύο ομάδες, προσπαθώντας να κερδίσουν υποστήριξη, δημιούργησαν πόλωση και ανάγκασαν τους πάντες να πάρουν θέση. Όποιος υπερασπιζόταν το πλατάνι ήταν εξ ορισμού εχθρός των «Υπερασπιστών της Ζωής» και οι «Υπερασπιστές του Πλάτανου» μισούσαν θανάσιμα όποιον υπερασπιζόταν τα βλαστάρια.

Τελικά, αποφάσισαν να πάνε το θέμα στον Ειρηνοδίκη, που ήταν τότε ο εφημέριος της μικρής εκκλησίας. Θα έβγαζε την απόφασή του την επόμενη Κυριακή.

Το ακροατήριο ήταν χωρισμένο μ’ ένα σχοινί και οι δύο πλευρές βρίζονταν. Φώναζαν τρομερά και κανένας δεν ακουγόταν.

Άξαφνα άνοιξε η πόρτα και στο διάδρομο, ακολουθούμενος από τα βλέμματα όλων, βάδισε ο Γέρος με το μπαστούνι του.

Ο Γέρος, που σίγουρα ήταν πάνω από εκατό ετών, είχε ιδρύσει το χωριό εκείνο στα νιάτα του. Αυτός είχε σχεδιάσει τους δρόμους, είχε μοιράσει τη γη και, φυσικά, είχε φυτέψει το δέντρο.

Ο Γέρος ήταν σεβαστός από όλους, και τα λόγια του διατηρούσαν την ίδια διαύγεια όπως σε όλη του τη ζωή. Απόδιωξε τα χέρια που προσφέρονταν να τον βοηθήσουν, και με δυσκολία ανέβηκε στο βήμα και μίλησε.

«Ηλίθιοι!» είπε. «Ονομάζετε τους εαυτούς σας «Υπερασπιστές του Πλάτανου» και «Υπερασπιστές της Ζωής»… Υπερασπιστές; Εσείς είστε ανίκανοι να υπερασπίσετε οτιδήποτε, γιατί ο μόνος σας στόχος είναι να βλάψετε όποιον σκέφτεται διαφορετικά.

Το πλατάνι δεν είναι από πέτρα. Είναι ζωντανός οργανισμός και σαν τέτοιος κάνει τον κύκλο του. Ο κύκλος της ζωής του περιλαμβάνει και το να δώσει ζωή σ’ όσους θα συνεχίσουν. Δηλαδή, να προετοιμάσει τα βλαστάρια που θα γίνουν μετά καινούργια πλατάνια.

Όμως τα βλαστάρια, ανόητοι, δεν είναι μόνο βλαστάρια. Δεν μπορούν να ζήσουν αν το πλατάνι πεθάνει και η ζωή του πλάτανου δεν έχει νόημα αν δεν μπορεί να μετατραπεί σε νέα ζωή.

Ετοιμαστείτε «Υπερασπιστές της Ζωής». Προπονηθείτε και οπλιστείτε. Σύντομα θα έρθει η ώρα να βάλετε φωτιά στα σπίτια των γονιών σας και να κάψετε κι εκείνους μαζί. Σύντομα θα γεράσουν και θα εμποδίζουν το δρόμο σας.

Ετοιμαστείτε «Υπερασπιστές του Πλάτανου». Αρχίστε με τα βλαστάρια. Πρέπει να μπορέσετε να ποδοπατήσετε και να σκοτώσετε τα παιδιά σας όταν εκείνα θα θελήσουν να σας αντικαταστήσουν ή να σας ξεπεράσουν.

Και θέλετε να λέγεστε «Υπερασπιστές»!

Εσείς, το μόνο που θέλετε είναι να καταστρέψετε… Και δεν αντιλαμβάνεστε ότι καταστρέφοντας και καταστρέφοντας, θα καταστρέψετε αναπόφευκτα όλα όσα θέλετε να υπερασπίσετε. Σκεφτείτε! Δεν σας απομένει πολύς χρόνος…»

Και με τα λόγια αυτά, κατέβηκε αργά από το βήμα και βάδισε προς την πόρτα μέσα στην απόλυτη σιωπή….Και έφυγε...!!!

- Χόρχε Μπουκάϊ -

Σταμάτα να κλαίς μπαμπά…

Σταμάτα να κλαίς μπαμπά…

Η εικόνα ίσως περιέχει: ένα ή περισσότερα άτομα και κείμενο


Ήταν κάποτε ένας άντρας που έπαθε τη μεγαλύτερη συμφορά που μπορεί να συμβεί σε άνθρωπο. Πέθανε ο μικρός του γιος.

Από τον θάνατο του γιού του και για χρόνια ολόκληρα, ξάπλωνε την νύχτα και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Το μόνο που έκανε ήταν να κλαίει... και να κλαίει... ως τα ξημερώματα.

Κάποια μέρα, εμφανίζεται στον ύπνο του ένας άγγελος και του λέει:

«Φτάνει πια… Πρέπει να συνεχίζεις τη ζωή σου χωρίς αυτόν»

«Κλαίω γιατί έχω την ιδέα πως δεν θα τον ξαναδώ» λέει ο άντρας.

Ο άγγελος τον λυπάται και του προτείνει:

«Θέλεις να τον δεις;»

Και αμέσως, χωρίς να περιμένει απάντηση, τον αρπάζει από το χέρι και τον ανεβάζει στον ουρανό.

«Τώρα θα τον δούμε! Κοίτα...» του λέει ο άγγελος, ενώ με το δάχτυλο κάνει νόημα στη λευκή γωνία στο τέλος ενός δρόμου που ήταν στρωμένος με χρυσάφι.

Και αμέσως, αρχίζουν να περνάνε από μπροστά τους ένα σωρό παιδάκια ντυμένα σαν αγγελάκια, με μικρά λευκά φτερά κι ένα κερί αναμμένο στα χέρια. Αγοράκια και κοριτσάκια με αγγελικό πρόσωπο παρελαύνουν μπροστά τους με απερίγραπτη έκφραση γαλήνης στα ροδομάγουλα προσωπάκια τους.

«Ποια είναι αυτά τα παιδιά;» ρωτάει ο άντρας.

«Είναι τα παιδιά που πέθαιναν τα τελευταία χρόνια… κάθε μέρα περνάνε έτσι από μπροστά μας. Είναι τόσο αγνά, που και μόνο το πέρασμα τους καθαρίζει από κάθε βρομιά ολόκληρο το σύμπαν.»

«Είναι ανάμεσα τους και ο γιος μου;» ρωτάει ξανά ο άντρας.

«Και βέβαια, τώρα θα τον δεις.»

Από μπροστά τους περνάνε ακόμα εκατοντάδες παιδάκια.

«Να, έρχεται» τον ειδοποιεί ο άγγελος.

Και πραγματικά, τον βλέπει ο πατέρας του να έρχεται ανάμεσα στα άλλα παιδάκια. Είναι πανέμορφος, λάμπει, γεμάτος ζωή, όπως ακριβώς τον θυμόταν!

Υπάρχει όμως κάτι που τον στεναχωρεί. Από όλα τα παιδάκια, μονάχα ο γιος του έχει το κερί του σβησμένο...

Ενώ ο πατέρας αισθάνεται απέραντη λύπη για το παιδί του, ο μικρός τον βλέπει, τρέχει κοντά του και τον αγκαλιάζει. Αγκαλιάζει κι αυτός με δύναμη το παιδί του, αλλά δεν αντέχει να μην το ρωτήσει για το θέμα που τον στεναχωρεί αυτήν τη στιγμή.

«Γιε μου, εσύ γιατί δεν έχεις φως; Δεν σου άναψαν το κερί σου όπως στα άλλα παιδάκια;»

«Και βέβαια, μπαμπά, κάθε πρωί μου ανάβουν το κερί όπως και σε όλα τα παιδιά. Όμως, ξέρεις τι γίνεται; Κάθε βράδυ, τα δάκρυα σου το σβήνουν.»

Ο μικρός σκουπίζει με τα χεράκια του τα δάκρυα από τα μάγουλα του πατέρα του και τον παρακαλάει γλυκά:

«Σταμάτα να κλαίς μπαμπά… σε παρακαλώ, σταμάτα να κλαις».

__________________________________
από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι:
"Ο δρόμος των δακρύων"

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019

Ο ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΑΘΟΣ

Ο ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΑΘΟΣ





Μια φτωχιά χήρα, που επαιτούσε από σπίτι σε σπίτι, χτύπησε κάποτε και την πόρτα ενός πολύ πλουσίου. Της άνοιξε ο πλούσιος και η χήρα του είπε:
- Με συγχωρείτε, είμαι χήρα και άρρωστη! Έχω και 3 παιδιά. Αν νομίζετε και μπορείτε, βοηθείστε με, σας παρακαλώ...!
Ο πλούσιος έψαξε να της δώσει κάτι, αλλά δεν βρήκε τίποτα.
- Με συγχωρείτε, της είπε, αλλά δεν κρατώ τίποτα στο σπίτι.
Η χήρα τον ευχαρίστησε και πήγε να φύγει, όταν ο πλούσιος της είπε:
- Περίμενε!
Πήγε μέσα στο γραφείο του και πήρε μία επιταγή, την συμπλήρωσε και δίνοντάς την, της είπε:
- Πάνε σε οποιαδήποτε τράπεζα με αυτήν την επιταγή, για να εισπράξεις το ποσό.
Η χήρα ήταν αγράμματη (δεν γνώριζε από επιταγές), πήρε την επιταγή και είπε μέσα της:
- Με κορόϊδεψε, με έδωσε ένα απλό χαρτί.
Οι μέρες περνούσαν και αυτήν δεν πήγαινε στην τράπεζα, διότι ντρεπόταν και φοβόταν, νομίζοντας, ότι το χαρτί που της έδωσε ο πλούσιος, ήταν κάτι το ψεύτικο.
Μία μέρα τόλμησε και το έδειξε σε μία φίλη της και εκείνη της είπε:
- Αυτό το χαρτί που κρατάς, είναι μία επιταγή για την τράπεζα. Πάνε να δεις.
Τότε η χήρα αναθάρρεψε και πήγε στην τράπεζα.
Εκεί αφού ρώτησε, πήγε στον ταμία να την εξυπηρετήσει.
Μόλις το είδε ο ταμίας, της είπε, ότι είναι να εισπράξει 50 χρυσές λίρες!
Εκείνη εξεπλάγη, διότι ήταν μεγάλο το ποσό. Κάποιο λάθος θα έκανε ο άνθρωπος, σκέφτηκε και έτσι ζήτησε να πάρει πίσω την επιταγή, χωρίς να την εξαργυρώσει. Την πήρε λοιπόν και την πήγε κατευθείαν, στο σπίτι του πλουσίου και του είπε:
- Με συγχωρείτε, αλλά είναι πολλά τα λεφτά που γράψατε στην επιταγή. Εγώ δεν αξίζω τόσα λεφτά! Και σκέφτηκα, ότι θα κάνατε λάθος.
Μόλις το άκουσε αυτό ο πλούσιος, της είπε:
- Πράγματι έκανα λάθος!
Πήρε την επιταγή και συμπλήρωσε πίσω από το 50 ένα μηδενικό και οι 50 χρυσές λίρες έγιναν 500! Της την έδωσε και της είπε:
- Πήγαινε τώρα στην τράπεζα και γνώριζε, ότι δεν έχω κάνει λάθος!
Αυτά είναι τα αποτελέσματα της ταπεινώσεως!
Αν άνθρωπος ενεργεί έτσι σε έναν ταπεινό συνάνθρωπο, σκεφθείτε ο Θεός τι προσφέρει στους ταπεινούς...

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ

 Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ







Η εικόνα ίσως περιέχει: 5 άτομα, , τα οποία χαμογελούν, άτομα κάθονται, πίνακας και εσωτερικός χώρος




Ένας νεαρός κύριος συναντά έναν ηλικιωμένο.
-Με θυμάστε;
-Όχι.
-Υπήρξα μαθητής σας.
-Τι κάνεις; Με τι ασχολείσαι;
-Έγινα κι εγώ καθηγητής.
-Κρίνεις ότι είσαι καλός στη δουλειά σου;
-Η αλήθεια είναι πως ναι. Εσείς με εμπνεύσατε και ήθελα να σας μοιάσω.

Περίεργος ο ηλικιωμένος κύριος, ρωτά να μάθει τι του έμεινε στο μυαλό και τον ενέπνευσε σε τέτοιο βαθμό ώστε να θέλει να γίνει κι ο ίδιος καθηγητής. Και ο νεαρός του διηγείται την ακόλουθη ιστορία.

-Κάποια μέρα ένας συμμαθητής μου – που ήταν και φίλος μου – ήλθε στην τάξη και μου έδειξε ένα πανέμορφο καινούργιο ρολόι που είχε στην τσέπη του. Δεν άντεξα στον πειρασμό και κάποια στιγμή του το έκλεψα. Σε λίγο, αντιλήφθηκε ότι το ρολόι έλειπε από την τσέπη του και αμέσως ενημέρωσε τον καθηγητή που μας δίδασκε εκείνη την στιγμή στην τάξη, που ήσασταν εσείς. Εσείς, λοιπόν, απευθυνθήκατε στην τάξη και είπατε:
- Το ρολόι κάποιου συμμαθητή σας εκλάπη κατά την διάρκεια του τρέχοντος μαθήματος. Όποιος το έκλεψε, παρακαλώ να το επιστρέψει αμέσως.
-Ντράπηκα τόσο πολύ την ταπείνωση μπροστά στους συμμαθητές μου, που δεν τόλμησα να αποκαλυφθώ. Έπειτα εσείς κλείσατε την πόρτα, μας είπατε όλους να σταθούμε όρθιοι και ότι θα ψάχνατε τις τσέπες όλων μας μέχρι να το βρείτε. Αλλά θέσατε και μια προϋπόθεση. Ότι έπρεπε να έχουμε όλοι μας τα μάτια μας κλειστά για να μην δούμε τον ένοχο. Έτσι και συνέβη. Όταν φτάσατε σε μένα, το βρήκατε στην τσέπη μου και το πήρατε. Όμως συνεχίσατε το ψάξιμο στις τσέπες όλων και όταν τελειώσατε, μας είπατε «Και τώρα, μπορείτε να ανοίξετε τα μάτια σας όλοι. Το ρολόι βρέθηκε!» Δεν αναφέρατε ποτέ το όνομά μου στην τάξη και ούτε μου σχολιάσατε ποτέ το περιστατικό σε προσωπικό επίπεδο. Περίμενα να με επιπλήξετε και να μου κάνετε κατήχηση, αλλά τίποτε από αυτά δεν συνέβη. Εκείνη την ημέρα σώσατε την αξιοπρέπειά μου για πάντα. Εκείνη ήταν η πιο ντροπιαστική μέρα της ζωής μου όλης και μου δώσατε με τον τρόπο σας ένα ηχηρό μάθημα. Θυμηθήκατε τώρα το περιστατικό κ. Καθηγητά;
-Ναι, ακούγοντάς σε, τα θυμήθηκα όλα. Αλλά υπάρχει κάτι που δεν θυμάμαι και αυτό είσαι εσύ, γιατί κι εγώ είχα τα μάτια μου κλειστά όταν σας έψαχνα όλους!!!

ΗΘΙΚΟ ΔΙΔΑΓΜΑ: Αν πρέπει να ταπεινώσεις κάποιον μπροστά στα μάτια όλων των συμμαθητών του για να τον συνετίσεις, τότε όχι μόνον δεν λέγεσαι εκπαιδευτικός, απλά, δεν είσαι. Τέτοιοι καθηγητές χαράζουν ψυχές και μένουν ανεξίτηλα χαραγμένοι στη μνήμη των μαθητών.