Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2019

Υπάρχει ο Άνθρωπος,υπάρχει Αγάπη, υπάρχει Ελπίδα.

Υπάρχει ο Άνθρωπος, άρα υπάρχει ακόμα Αγάπη, άρα υπάρχει ακόμα Ελπίδα.


Ο Θεός θέλοντας να διαπιστώσει πώς τα πάνε οι άνθρωποι κάτω στη γη, έστειλε έναν άγγελο με μια αποστολή.
Να γυρίσει πίσω φέρνοντας αυτό που θα του φανεί πιο πολύτιμο για τους ανθρώπους.
Κατέβηκε λοιπόν ο άγγελος στη γη κι άρχισε να περιπλανιέται στον κόσμο.
Είδε γέλιο, είδε κλάμα, είδε χαρά, είδε πόνο, είδε πόλεμο, είδε αίμα, είδε δυστυχία, είδε εκμετάλλευση, είδε αδικία, είδε περιφρόνηση, είδε αδιαφορία.
Ζύγωνε Χριστούγεννα όταν ο απεσταλμένος βρέθηκε έξω από ένα μπαρ, παραμονή Χριστουγέννων κάπου σε κάποια πόλη.
Κοίταξε μέσα και είδε τους θαμώνες να πίνουν, να παίζουν χαρτιά, να καπνίζουν και να ακούνε βαριεστημένα την απαλή μουσική που έπαιζε βαριεστημένα κι αυτή από τα ηχεία. Είδε και τον μπάρμαν πίσω από το μπαρ να στέκεται κι αυτός βαριεστημένος, σχεδόν κοιμισμένος κοιτώντας το ρολόϊ και παρακαλώντας μέσα του να περάσει η ώρα για να κλείσει το μαγαζί. Κι έξω το χιόνι έπεφτε ευγενικά αλλά πυκνό…
Απέναντι από το μπαρ υπήρχε ένας σπασμένος τηλεφωνικός θάλαμος. Ο άγγελος είδε ένα κορίτσι να στέκεται εκεί προσπαθώντας μάταια να πάρει τηλέφωνο. Πρόσεξε όμως ότι το κορίτσι δεν είχε λεφτά κι έτσι ούτως ή άλλως δεν μπορούσε να τηλεφωνήσει.
«Τί θέλει ένα κορίτσι μικρό, μόνο του έξω στο κρύο και το χιόνι παραμονή Χριστουγέννων;», αναρωτήθηκε ο άγγελος. Πήρε λοιπόν τη μορφή ενός αγοριού και μπήκε στο μπαρ.
- Καλησπέρα κύριοι. Ξέρετε, να, εδώ απέναντι στον τηλεφωνικό θάλαμο είναι ένα κορίτσι μόνο του και προσπαθεί να πάρει τηλέφωνο αλλά δεν έχει λεφτά.
- Μικρέ, όχι ότι με ενδιαφέρει, αλλά πού ξέρεις εσύ ότι είναι μόνο του; Ρώτησε ο μπάρμαν.
- Το ξέρω κύριε. Γιατί είναι παραμονή Χριστουγέννων και κανένα παιδί δεν είναι τέτοια ώρα έξω μόνο του. Ψάχνει να βρει τρόπο να γυρίσει σπίτι.
Τότε ο μπάρμαν ενστικτωδώς κοίταξε έξω από το νοτισμένο παράθυρο. Και παρ’ όλο τον καπνό από τα τσιγάρα και την ομίχλη έξω, κατάφερε να δει το κορίτσι να τρέμει και να κρέμεται από το ακουστικό κλαίγοντας. Ο μπάρμαν άνοιξε την ταμειακή μηχανή προσεκτικά, χωρίς να τον δει κανείς (ή έστω έτσι νόμιζε) και κατευθύνθηκε έξω προς το κορίτσι. Οι θαμώνες κοιτούσαν έκπληκτοι γιατί ο μπάρμαν ποτέ στη ζωή του δεν έκανε τόσο δρόμο με τα πόδια, ποτό δεν είχε βγει έξω από το μπαρ. Και το χιόνι έπεφτε ευγενικά αλλά πυκνό…
Αφού πλησίασε το κορίτσι το ρώτησε πού μένει, έβαλε όλα τα λεφτά της ταμειακής μηχανής στη τσέπη του παλτού του κοριτσιού, το κούμπωσε σφιχτά, σκούπισε τα δάκρυά του κοριτσιού κι έγνεψε σε ένα ταξί. Έβαλε μέσα το κορίτσι, έβγαλε από τη τσέπη του το δικό του μεροκάματο και είπε στον ταξιτζή να πάει το κορίτσι στο αεροδρόμιο δίνοντας τη διεύθυνση του σπιτιού του κοριτσιού στον ταξιτζή. Και το χιόνι έπεφτε ευγενικά αλλά πυκνό…
Οι θαμώνες συνέχισαν να κοιτούν αποσβολωμένοι τον μπάρμαν καθώς εκείνος γυρνούσε με αργά, βαριά βήματα και άδεια χέρια πίσω στο μπαρ εμφανώς αλλαγμένος. Γυρίζοντας ο μπάρμαν να δει το αγόρι, δεν είδε κανέναν στην πόρτα ή έξω. Το αγόρι είχε εξαφανιστεί.
Κανείς δεν μίλησε εκείνο το βράδυ. Και κανείς δεν πλήρωσε για τα ποτά που ήπιαν. Ήταν κερασμένα από τον μπάρμαν. Και το χιόνι έπεφτε ευγενικά αλλά πυκνό…
Τώρα βέβαια οι κυνικοί θα πουν ότι κάποια παιδιά έκαναν πλάκα στον μπάρμαν για να πάρουν το χαρτζιλίκι τους. Εμείς όμως ξέρουμε την αλήθεια, έτσι δεν είναι; Γιατί τη νύχτα που γεννήθηκε ο Χριστός είναι πιο εύκολο να πιστέψεις την αλήθεια.
Ο άγγελος γύρισε στον Πλάστη του και είπε αυτό που έζησε. Εκείνος αναστέναξε με ανακούφιση.
- Ώστε δεν τελείωσαν όλα ακόμα, σκέφτηκε. Υπάρχει ο Άνθρωπος, άρα υπάρχει ακόμα Αγάπη, άρα υπάρχει ακόμα Ελπίδα.
Και το χιόνι έπεφτε ευγενικά αλλά πυκνό…

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2019

«Ήταν κάποτε μια μητέρα που δεν αγαπούσε το παιδί της…»

«Ήταν κάποτε μια μητέρα που δεν αγαπούσε το παιδί της…»

Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν μια μάνα που δεν αγαπούσε το παιδί της.
Για τα πάντα το μάλωνε, συνέχεια το αποδοκίμαζε, μόνιμα το μείωνε.
Αυτό το παιδί δεν είχε ακούσει ποτέ φράσεις όπως «με κάνεις περήφανη», λέξεις όπως «σ’ αγαπώ», δεν είχε νιώσει ποτέ ένα χάδι, τη μαγική- στοργική αγκαλιά, που είναι το καταφύγιο του κάθε τρομαγμένου- πληγωμένου παιδιού.

Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν μια μάνα που δεν αγαπούσε το παιδί της.
Επιτακτική, βυθισμένη στη λύπη της. Με μοναδικό χόμπι να ελέγχει ζωές και να αποφασίζει για τα πάντα.
Μια μάνα που απαιτούσε τη συγνώμη, ακόμα κι όταν έφταιγε.
Μια φορά, ήταν μια μάνα που μεγάλωσε ένα παιδί θλιμμένο. Που αποζητούσε μανιασμένο την αγάπη.
Που δινόταν. Που χαριζόταν ολάκερο στον κάθε άνθρωπο που νόμιζε ότι του προσέφερε το παραμικρό από τα στερημένα του συναισθήματα.
Από εκείνα που δικαιούνταν, εκείνα που του στέρησε η ζωή.
Μια φορά ήταν μια μάνα που δεν αγαπούσε το παιδί της. Κι αυτό το παιδί μεγάλωσε.
Και στον απολογισμό του, κατάλαβε την εξάρτηση που του είχε προκαλέσει η μάνα του.
Εκείνη τη μάνα που για μια ολόκληρη ζωή προσπαθούσε να κερδίσει.
Που προσπαθούσε να αποσπάσει μια θετική κουβέντα. Πίστευε πως η αποδοχή της θα γιάτρευε όλες του τις πληγές.Ότι θα ήταν λύτρωση. Μα δεν την κέρδισε ποτέ….
Γιατί αυτή η μάνα, συνέχιζε να το επικρίνει, συνέχισε να το μειώνει, γιατί τελικά μόνο αυτό ήξερε να κάνει…
Αυτό το παιδί προσπάθησε να σπάσει την αλυσίδα που λειτουργούσε σαν φαύλος κύκλος με τη σκληρή και αλύγιστη μάνα του. Προσπάθησε να πετάξει από πάνω του τις φοβίες, τα ενοχικά και την κοινωνιότροπη συμπεριφορά, που το είχε μάθει να ζει.
Πάλεψε πολύ μέσα από ψυχοθεραπεία για να βελτιώσει τον εαυτό του.
Για να αποδεχτεί ότι ο τρόπος που δρούσε ως τώρα είναι λάθος.
Ότι είναι γεμάτο παιδόμορφες συμπεριφορές.
Πέρασαν χρόνια για να μη το αγγίζουν οι φαρμακερές κουβέντες που του έλεγε η μάνα του.
Ήταν άπειρες οι μέρες που μουρμούραγε από μέσα του «μη δίνεις σημασία, μην αντιδράσεις, μη στενοχωριέσαι, δεν ισχύει τίποτα από αυτά», την ώρα που το έβριζε και το μείωνε.
Ώσπου τελικά, την έβγαλε από πάνω του σαν μπλουζάκι. Και το ως τώρα παιδί, έφυγε μακριά της.
Την ξέγραψε. Γιατί όπως φαίνεται το αίμα γίνεται νερό. Γιατί τελικά διαλέγουμε το συγγενή όπως και το φίλο.
Στην αρχή η μάνα ένιωσε ότι ησύχασε, ότι δεν έχασε δα και κανένα σημαντικό πρόσωπο…
Και ο καιρός περνούσε και από τον εγωισμό της έριχνε ευθύνες στο παιδί της, για το πόσο κακό ήταν που τη ξέγραψε.
Έλεγε σε όλο τον κόσμο για το πόσες θυσίες είχε κάνει για να το μεγαλώσει κι εκείνο άπονα στο τέλος τη παράτησε.
«Κάνε παιδιά να δεις καλό», έλεγε… « βασανίζεσαι να τα μεγαλώσεις και εκείνα σε παρατάνε»…
Εκθείαζε τον εαυτό της χωρίς να αναγνωρίζει καμία ευθύνη για το πόσο πόνο είχε προκαλέσει σε αυτό
το παιδί αν τα χρόνια. Και ο καιρός περνούσε κι άλλο… ώσπου η μοναξιά της την τρόμαζε.
Έφτασε η μέρα που μετάνιωσε για τον τρόπο που του φέρθηκε. Για τα λόγια που ξεστόμισε.
Το παιδί της έκανε οικογένεια, έκανε παιδιά. Βρήκε ένα σύντροφο που του χάρισε όλα όσα στερήθηκε και ήταν ευτυχισμένο. Η μάνα του, ήταν το μεγαλύτερο σχολείο για εκείνο.
Το δίδαξε το πώς να ΜΗ μεγαλώσει τα παιδιά του.
Η μάνα, κατέληξε μόνη. Δεν ένιωσε ποτέ τη χαρά να μεγαλώσει κοντά στα εγγόνια της. Κοντά σε μια οικογένεια.
Συνέχισε να ασχολείται και να ελέγχει τις ζωές των άλλων, γιατί μέσα από αυτό ένιωθε δυνατή.
Ασχολούνταν με οτιδήποτε άλλο, προκειμένου να μην αντικρίζει τη δική της αλήθεια.
Γέμιζε τη ζωή της με κουτσομπολιά και κοίταζε πάντα γύρω της με καχυποψία και πονηριά, νομίζοντας ότι όλοι θέλουν να της κάνουν κακό. Δεν πλησίασε ποτέ το παιδί της.
Πίστευε ότι έπρεπε να το κάνει εκείνο. Ώσπου μια μέρα, βυθίστηκε στη μελαγχολία και τη δυστυχία της…

Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν μια μάνα που δεν αγαπούσε το παιδί της…

Της Μαρίας Χαρίτου.

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2019

Εσύ δεν θα θυμάσαι, αλλά εγώ θα θυμάμαι

Εσύ δεν θα θυμάσαι, αλλά εγώ θα θυμάμαι


Δεν θα θυμάσαι…
Δεν θα θυμάσαι πως έτρεχαν τα δάκρυα από τα μάτια μου όταν σε αντίκρυσα για πρώτη φορά στην αίθουσα τοκετού.
Ούτε τον φόβο μου για το άγνωστο την πρώτη φορά που σε κράτησα αγκαλιά.
Δεν θα θυμάσαι που κρατούσα τα μικροσκοπικά σου πόδια στα χέρια μου και γέμιζα τα ρουθούνια μου με τη μυρωδιά σου.
Ούτε που ξάπλωνα δίπλα σου τα βράδια και σε έβλεπα να κοιμάσαι.
Δεν θα θυμάσαι το βλέμμα μου την πρώτη φορά που με κοίταξες στα μάτια και μου χαμογέλασες.
Ούτε τον τρόπο που γέμιζες την καρδιά και την ψυχή μου με κάθε σου βλέμμα.
Δεν θα θυμάσαι πόσο περήφανα ένιωθα κάθε φορά που βγαίναμε οι δυο μας βόλτα.
Ούτε τον τρόπο που έκανες να φωτίζεται η καρδιά μου κάθε φορά που ξεκαρδιζόσουν στα γέλια.
Δεν θα θυμάσαι τον υπέρμετρο ενθουσιασμό μου, όταν έκανες τα πρώτα σου βήματα.
Αλλά και ούτε τoν πόνο στα μάτια μου την πρώτη φορά που έπεσες και χτύπησες.
Δεν θα θυμάσαι τον τρόπο που σου χάιδευα τα μαλλιά στο κρεβάτι.
Ούτε τις ιστορίες που σου έλεγα για να σε πάρει ο ύπνος.
Δεν θα θυμάσαι, αλλά εγώ θα θυμάμαι. Και θα κρατήσω αυτές τις αναμνήσεις στην καρδιά μου για πάντα. Και για τους δυο μας.
"Εσύ δεν θα θυμάσαι, αλλά εγώ θα θυμάμαι", το ωραιότερο κείμενο που έγραψε ένας πατέρας.



Να προσέξεις τη συμπεριφορά σου

Να προσέξεις τη συμπεριφορά σου




Οι καλοί άνθρωποι σκέφτονται με την καρδιά, γι’ αυτό δεν μπορούν να αλλάξουν.
Σε μιαν εποχή που η υποκρισία, η ζήλια και η κακία βρίσκονται στο ζενίθ τους, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που αντιπροσωπεύουν επάξια τις λέξεις αγνότητα και καλοσύνη! Βρίσκονται ανάμεσά μας! Θα τους αναγνωρίσετε εύκολα, αφού έχουν έτοιμο ένα χαμόγελο για τον καθένα! Η ματιά τους είναι καθαρή και αγνή και καθρεπτίζεται όλη η καλοσύνη που έχουν στην ψυχή τους, σε τέτοιο σημείο που δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω τους!
Άραγε είναι αληθινά καλοί ή προσποιούνται; θα σκεφτούν κάποιοι. Και όμως! Οι ανιδιοτελείς πράξεις τους δεν θα σε αφήσουν να τους αμφισβητήσεις! Βοηθούν με γνώμονα την καρδιά χωρίς να περιμένουν κάτι ως αντάλλαγμα! Το μόνο που αποζητούν είναι η αναγνώριση όσων προσφέρουν, όχι με υλικά αγαθά αλλά με το να τους νοιάζεσαι και να τους αγαπάς! Έχουν τόση αγάπη μέσα τους να διοχετεύσουν, αλλά θέλουν να αισθάνονται ότι παίρνουν και εκείνοι αγάπη! Συχνά πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης, το καταλαβαίνουν βέβαια κάποια στιγμή και πληγώνονται βαθιά γι’ αυτό, αλλά δεν μπορούν να αλλάξουν! Κάνουν ξανά τα ίδια λάθη γιατί σκέφτονται με την καρδιά! Πιστεύουν ότι εκεί έξω πρέπει να υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που να εκτιμούν, να αγαπούν, να νοιάζονται! Έτσι, όταν νιώσουν την αδικία, απομακρύνονται… χωρίς πολλά λόγια, αντιδικίες και εξηγήσεις! Όπως καλοσυνάτα μπήκαν στη ζωή σου, έτσι θα αποχωρήσουν από αυτή! Αθόρυβα!
Γι’ αυτό αν έχεις την τύχη να συναντήσεις κάποτε έναν τέτοιο άνθρωπο, μην κάνεις το λάθος και τον χάσεις από τη ζωή σου. Το μόνο που χρειάζεται είναι να προσέξεις τη συμπεριφορά σου.
πηγή: Εναλλακτική Δράση