Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2018

Ο τσοπάνης, ο λύκος, το μαντρί και τα πρόβατα.

Ο τσοπάνης, ο λύκος, το μαντρί και τα πρόβατα.




Πριν από πολλά-πολλά χρόνια σε μια καταπράσινη κοιλάδα στους πρόποδες ενός ψηλού βουνού, ζούσαν μερικά πρόβατα.
Ήταν ευτυχισμένα γιατί ήταν ελεύθερα.

Έβοσκαν το χορτάρι της κοιλάδας, έπιναν το καθαρό νερό από το διπλανό ρυάκι, γεννούσαν τα αρνιά τους, τα τάιζαν με το γάλα τους και τα μεγάλωναν για να συνεχίσουν τον κύκλο της ζωής.
Τα καλοκαίρια με τις μεγάλες ζέστες, άραζαν κάτω από τους ίσκιους των δένδρων, βέλαζαν, «έλεγαν τις δικές τους ιστορίες», αναμασούσαν ευτυχισμένα την τροφή τους και γενικά έκαναν ότι κάνει κάθε ξένοιαστο πρόβατο στη ζωή του.
Το χειμώνα με τα μεγάλα κρύα, είχαν το μαλλί τους να τα ζεσταίνει και τις μικρές σπηλιές στους πρόποδες του βουνού για να προφυλάσσονται από τις βροχές και τα χιόνια.
Στην άκρη της κοιλάδας είχαν χτίσει οι άνθρωποι τα σπίτια τους και έφτιαξαν ένα χωριό.
Οι άνθρωποι τα πήγαιναν καλά με τα πρόβατα. Που και που έδιναν στα πρόβατα λίγη τροφή κι εκείνα το ανταπέδιδαν με λίγο γάλα, όταν δεν το ήθελαν για τα αρνιά τους.
Κάποιοι άνθρωποι, από το σόι των τσοπαναραίων, άρχισαν να πονηρεύονται.
Σκέφτηκαν πως θα ήταν πολύ καλό γι’ αυτούς να μπορούσαν να παίρνουν από τα πρόβατα όλο το γάλα και το μαλλί και, γιατί όχι, να σφάζουν και κανένα πρόβατο για να γεμίζουν τα τραπέζια τους.
Πήγαν λοιπόν και το ζήτησαν επίσημα από τα πρόβατα.
Τα πρόβατα αρνήθηκαν χωρίς δεύτερη κουβέντα και τα κριάρια μετέφεραν στους τσοπαναραίους την απόφασή τους.
Καθόλου δεν άρεσε στους τσοπαναραίους η άρνηση αυτή. Πώς ήταν δυνατόν τα πρόβατα να αρνηθούν την πρότασή τους; Στο κάτω-κάτω πρόβατα ήταν!
Γύρισαν πίσω στο χωριό, μαζεύτηκαν στο δικό τους καφενείο και άρχισαν να καταστρώνουν σχέδια για το πώς θα καταφέρουν να πείσουν τα πρόβατα να δεχτούν να τους δίνουν τα καλούδια τους, ακόμη και να θυσιάζονται, με τη θέλησή τους.
Κάποιος πρότεινε να φτιάξουν παιδικούς σταθμούς και σχολεία για τα μικρά αρνάκια. Άλλωστε αυτό το ζητούσαν τα πρόβατα εδώ και πολλούς αιώνες. Σε αντάλλαγμα θα απαιτούσαν από τα πρόβατα γάλα, μαλλί και μια θυσία το μήνα.
Στα σχολεία θα μπορούσαν να μάθουν στα αρνιά όλα εκείνα που χρειάζονταν ώστε μεγαλώνοντας να δίνουν στους τσοπαναραίους όλα όσα θα τους ζητούσαν χωρίς αντιρρήσεις.
Ένας άλλος είπε πως θα ήταν καλό να περιφράξουν σχεδόν όλη την κοιλάδα ώστε να μην μπορούν τα πρόβατα να βόσκουν σ’ αυτήν, εκτός αν τους έδιναν γάλα, μαλλί και δύο θυσίες το μήνα.
Ακούστηκαν κι άλλες πολλές έξυπνες προτάσεις όμως όλες σταματούσαν σε κάποιο κομβικό σημείο.
Η άρνηση των προβάτων ήταν δεδομένη και δεδηλωμένη από πολύ παλιά.
Περισυλλογή έπεσε στο σόι των τσοπαναραίων μέχρι που ένας νεαρός τσοπάνης φώναξε γελώντας πονηρά και χαιρέκακα: «Φόβος».
Του ζήτησαν να εξηγηθεί.
Τους εξήγησησε πως μόνο με το φόβο θα μπορούσαν να κάμψουν την άρνηση των προβάτων.
Ναι αλλά τι θα τον προκαλούσε;
Ο νεαρός είχε έτοιμη την απάντηση.
Ο λύκος θα προκαλούσε το φόβο. Ποιος άλλος;
Να που όσα ξόδεψαν για να τον σπουδάσουν στο μεγάλο χωριό δεν πήγαν χαμένα.
Το λύκο τον είχαν χρησιμοποιήσει και οι πρόγονοι των τσοπαναραίων για να μπορέσουν να βάλουν χέρι στον πλούτο των προβάτων όμως απέτυχαν οικτρά. Όλοι γνώριζαν τον ταπεινωτικό διωγμό του λύκου από τα κριάρια ο οποίος ήταν και η αιτία που ο λύκος αποσύρθηκε στο βουνό χωρίς να ξαναενοχλήσει τα πρόβατα εδώ και πάρα μα πάρα πολλά χρόνια.
Ο νεαρός συνέχισε να εξηγεί το σχέδιό του.
Η ιστορική μνήμη των προβάτων της μεγάλης τους νίκης ενάντια στο λύκο είχε ατονήσει.
Αν ο φόβος του λύκου επικρατούσε τότε θα μπορούσαν οι τσοπαναραίοι να προτείνουν στα πρόβατα το μάντρωμα για να προστατεύονται.
Σε αντάλλαγμα θα απαιτούσαν και θα έπαιρναν το περισσότερο γάλα και μαλλί και πολλές θυσίες το μήνα. Αλλά το πιο πιθανό ήταν τα ίδια τα πρόβατα να τα πρόσφεραν χωρίς καμία αντίρρηση προκειμένου να προστατεύονται στο μαντρί από το λύκο.
Η ιδέα άρεσε πάρα πολύ στους τσοπαναραίους που ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και εξουσιοδότησαν τον νεαρό να προχωρήσει άμεσα στην υλοποίηση του σχεδίου του.
Εκείνος το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να πάει στο βουνό για να βρει το λύκο.
Ο λύκος, στην αρχή αρνήθηκε γιατί θυμήθηκε την ντροπιαστική του ήττα, όμως η επιμονή του νεαρού τσοπάνη και το επιχείρημα πως αποτελούσε μια πολύ καλή ευκαιρία για να εκδικηθεί τα πρόβατα και να τους καταφέρει επιβλητική νίκη, τον έπεισαν.
Από όσα μπορώ να γνωρίζω το σχέδιο του νεαρού τσοπάνη μάλλον πέτυχε.
Άλλοι λένε πως πέτυχε προσωρινά και άλλοι πως δεν υπάρχει περίπτωση τα πρόβατα να νικήσουν το φόβο του λύκου.
Οι τελευταίοι μάλλον ξεχνάνε πως, αφού ο λύκος νικήθηκε μια φορά, μπορεί να νικηθεί και πάλι.

Μικρούλια ψήγματα χρυσού

Μικρούλια ψήγματα χρυσού



«Μα πως καταφέρνεις πάντα και είσαι με το χαμόγελο, δείχνεις τόσο ευτυχισμένος, τόσο πλήρης κάθε στιγμή, παρόλο που έρχονται σε σένα καθημερινά προβλήματα. Μου φαίνεσαι σα να επιπλέεις σε μία θάλασσα άγχους και μικρότητας, μου φαίνεσαι σαν εσύ να πηγαίνεις αντίθετα σε ένα γεμάτο ρεύμα ανθρώπων. Φαίνεσαι χαρούμενος όταν ασχολείσαι με κάθε τι το μικρό, που για τον περισσότερο κόσμο είναι απλά μια βαρετή διεκπεραίωση. Πες μου πως τα καταφέρνεις;» Ρώτησε ο καλόγερος τον Πνευματικό και Δάσκαλό του.


- «Κάνω απλά ότι κάνουν και οι άλλοι, είμαι ανοιχτός επίσης στο να ακούω, να παραδίνομαι και να καταλαβαίνω αυτά τα πράγματα που είναι πέρα από τα γνωστά μου, και με αυτό τον τρόπο γνωρίζω και εγώ έναν άγνωστο εαυτό μου, χαρούμενος βιώνω συνεχώς μια ηρεμία που επικρατεί στο κέντρο κάθε κυκλώνα. Θα σου πω μια ιστορία.» είπε ο Δάσκαλος.

«Μια φορά και έναν καιρό ξεκινήσαν δύο χρυσοθήρες να ψάξουν να βρουν χρυσό στη μακρινή χώρα του βορρά. Ο ένας αποφάσισε να πάει σε έναν ξερό λόφο, και ξεκίνησε να φτιάχνει ένα λαγούμι, ένα τούνελ, μία μικρή σήραγγα. Ήταν πολύ κοπιαστική η δουλειά του, γιατί έπρεπε να απομακρύνει τόνους χώματος. Ήταν δυστυχισμένος καθημερινά αλλά του έδινε κουράγιο το ότι κυνηγούσε μία ολόκληρη φλέβα χρυσού, οπότε μελλοντικά θα μπορούσε να ήταν πλούσιος, άρα και ευτυχισμένος. Κάθε βράδυ ονειρευόταν ότι θα έβρισκε τη φλέβα και αυτό του έδινε κουράγιο να αντιμετωπίσει τη θλιβερή, μονότονη και κουραστική μέρα του.»

«Ο δεύτερος χρυσοθήρας αποφάσισε να πάει σε ένα ποτάμι. Είχε μόνο το γεμάτο τρύπες τηγανάκι του, που με αυτό κοσκίνιζε την άμμο του ποταμού. Παράλληλα έκανε τη βόλτα του στο υπέροχο καταπράσινο δάσος, ψάρευε και μάζευε τα άγρια φρούτα που έβρισκε. Εργαζόταν λίγες ώρες την ημέρα, τόσες ώστε να μην βαριέται ποτέ, γιατί ήταν υπέροχη η κάθε στιγμή που έβρισκε ένα μικρό σβωλάκι χρυσού. Ήταν ευτυχισμένος συνεχώς. Αν κάποια μέρα δεν έβρισκε χρυσό, σήμαινε ότι έπρεπε να πάει να γνωρίσει ένα άλλο υπέροχο καταπράσινο μέρος του ποταμού. Κάθε βράδυ κοιμόταν ευχαριστημένος, μη έχοντας καμία μελλοντική προσδοκία, του αρκούσαν αυτά τα μικρούλια ψήγματα χρυσού που είχαν έρθει στο δρόμο του…»

Η Δασκάλα και ο μικρός μαθητής.

Η Δασκάλα και ο μικρός μαθητής.





Πριν από πολλά χρόνια σε ένα Δημοτικό σχολείο της Ελληνικής επαρχίας υπήρχε μια δασκάλα.

Το όνομα της ήταν κυρία Ιωάννα.Η δασκάλα δεν συμπαθούσε καθόλου ένα μαθητή της.

Ώσπου έμαθε το τραγικό μυστικό του
Την πρώτη μέρα της καινούργιας σχολικής χρονιάς, στάθηκε μπροστά από τα παιδιά της πέμπτης τάξης, τους συστήθηκε και στη συνέχεια τους είπε ένα μεγάλο ψέμα. Όπως και οι περισσότεροι άλλωστε δάσκαλοι, κοίταξε τους μαθητές της και τους είπε ότι τους θα τους αγαπάει και θα τους προσέχει όλους το ίδιο.


Αλλά αυτό ήταν αδύνατον, γιατί εκεί στην μπροστινή σειρά, κάθονταν ένα μικρό αγόρι, ο Θεόδωρος Σπανός.

Η κυρία Ιωάννα είχε παρατηρήσει τον Θοδωρή από την προηγούμενη χρονιά και δεν τον συμπαθούσε ιδιαίτερα. Δεν έπαιζε με τα άλλα παιδιά, δεν συμμετείχε στην τάξη, τα ρούχα του ήταν συνέχεια βρώμικα και σίγουρα δεν έκανε όσο συχνά έπρεπε μπάνιο.

Ο Θοδωρής ήταν ένα παιδί που την δυσαρεστούσε όποτε τον έβλεπε για αυτό και απολάμβανε τις στιγμές που σχημάτιζε με τον κόκκινο στυλό της τα τεράστια Χ στα τετράδια του, έσβηνε τα λάθη του ή βαθμολογούσε με 6 και με 5 τις εργασίες του.

Στο σχολείο, όπου δίδασκε η κυρία Ιωάννα, ήταν υποχρεωμένη να ελέγχει το παρελθόν όλων των παιδιών που υπήρχαν στη τάξη της. Ακόμη και του μικρού Θοδωρή. Έτσι όταν άνοιξε τα αρχεία του, την περίμενε μια μεγάλη έκπληξη.

Ο δάσκαλος που είχε τον Θοδωρή στην πρώτη τάξη του Δημοτικού έγραφε για αυτόν: «Ο Θοδωρής είναι ένα υπέροχο παιδί όλο χαμόγελο. Είναι οργανωτικός, μελετηρός και έχει καλούς τρόπους. Είναι μια έμπνευση για τα παιδιά που βρίσκονται γύρω του.»

Η δασκάλα που είχε τον Θοδωρή στη Δευτέρα Δημοτικού έγραφε: «Είναι εξαιρετικός μαθητής, τον συμπαθούν πολύ οι συμμαθητές του αλλά ο ίδιος μοιάζει πολύ προβληματισμένος επειδή η μητέρα του πάσχει από μια ανίατη ασθένεια και η ζωή στο σπίτι του πρέπει να είναι πολύ δύσκολη.»

Η δασκάλα που τον δίδαξε στην Τρίτη Δημοτικού έγραφε: «Ο θάνατος της μητέρας του του στοίχισε πολύ. Ο ίδιος προσπαθεί να κάνει ότι καλύτερο μπορεί, αλλά ο πατέρας του δεν του δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον. Η άσχημη κατάσταση στο σπίτι θα τον επηρεάσει πολύ σύντομα, αν δεν αλλάξει γρήγορα κάτι.»

Ο δάσκαλος του Θοδωρή στην Τετάρτη Δημοτικού έγραφε: «Ο Θοδωρής έχει παραιτηθεί και δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον για το σχολείο. Δεν έχει πολλούς φίλους και πολλές φορές κοιμάται στην τάξη.»




Η κυρία Ιωάννα συνειδητοποίησε το πρόβλημα και αισθάνθηκε ντροπή για τον εαυτό της. Αισθάνθηκε ακόμη χειρότερα, όταν όλοι οι μαθητές της, της έφεραν χριστουγεννιάτικα δώρα τυλιγμένα με αστραφτερά περιτυλίγματα και όμορφες κορδέλες. Όλοι, εκτός από τον Θοδωρή. Το δικό του δώρο ήταν αδέξια τυλιγμένο σε ένα βρώμικο, καφέ χαρτί που μάλλον πριν ήταν η σακούλα ενός παντοπωλείου.

Η κυρία Ιωάννα δυσκολεύτηκε να το ανοίξει. Τα περισσότερα παιδιά γέλασαν όταν έβγαλε από μέσα ένα βραχιόλι που είχε φτιάξει ο ίδιος με σπάγκο και πέτρες αλλά και ένα ανοιχτό, μισογεμάτο μπουκάλι με άρωμα. Σηκώθηκε από τη θέση της και σταμάτησε απότομα των γέλιο των παιδιών όταν φώναξε δυνατά πόσο πολύ της άρεσε το δώρο του. Στη συνέχεια φόρεσε το βραχιόλι και έριξε λίγο από το άρωμα στο χέρι της.

Ο Θοδωρής έφυγε τελευταίος εκείνη τη μέρα από την τάξη. Βγαίνοντας από τη πόρτα γύρισε προς τη δασκάλα του και της είπε με θλιμμένη φωνή «Σήμερα κυρία μυρίζετε σαν τη μαμά μου!»

Η κυρία Ιωάννα έκλαψε πολύ εκείνη τη μέρα. Από τότε σταμάτησε να μαθαίνει τα παιδιά ανάγνωση, γραφή και αριθμητική. Αντ “αυτού, άρχισε να τα διδάσκει.

Αγαπούσε όλα τα παιδιά αλλά έδινε ιδιαίτερη προσοχή στον μικρό Θοδωρή. Κάθε φορά που τον βοηθούσε στα μαθήματα του, το μυαλό του έμοιαζε να ζωντανεύει. Όσο περισσότερο τον ενθάρρυνε, τόσο πιο γρήγορα απαντούσε στις ερωτήσεις της. Μέχρι το τέλος του έτους, ο Θοδωρής είχε γίνει ένα από τα πιο έξυπνα παιδιά της τάξης και, παρά το ψέμα της ότι θα αγαπούσε όλα τα παιδιά το ίδιο, ο Θοδωρής ήταν πλέον και επίσημα ο αγαπημένος της.

Την επόμενη χρονιά η κυρία Ιωάννα ανέλαβε πάλι την Πέμπτη Δημοτικού και έβλεπε τον Θοδωρή μόνο στα διαλείμματα. Μια μέρα, προς το τέλος του έτους, βρήκε ένα σημείωμα κάτω από την πόρτα του σπιτιού της. Το σημείωμα είχε την υπογραφή του Θοδωρή και έγραφε: «Είσαστε ακόμη η καλύτερη δασκάλα που είχα ποτέ στη ζωή μου».

Έξι χρόνια μετά η κυρία Ιωάννα έλαβε άλλο ένα σημείωμα, αυτή τη φορά με το ταχυδρομείο. Ήταν πάλι ο Θοδωρή και της έγραφε ότι είχε τελειώσει τρίτος σε βαθμό το Λύκειο, αλλά εκείνη ήταν ακόμη η καλύτερη δασκάλα που είχε ποτέ στη ζωή του.

Τέσσερα χρόνια μετά, πήρε άλλη μια επιστολή από τον Θοδωρή. Της έγραφε ότι είναι δύσκολα στο Πανεπιστήμιο αλλά πολύ σύντομα θα έπαιρνε το πτυχίο του και με καλό βαθμό. Τέλειωσε το γράμμα του γράφοντας ότι ακόμη εκείνη είναι η καλύτερη και η πιο αγαπημένη του δασκάλα που είχε ποτέ.

Έπειτα από τέσσερα χρόνια άλλο ένα γράμμα από τον Θοδωρή έκανε την εμφάνιση του στο ταχυδρομικό κουτί της κυρία Ιωάννα. Της έγραφε ότι αφού πήρε το πτυχίο του, αποφάσισε να προχωρήσει λίγο ακόμη τις σπουδές του. Τέλειωνε την επιστολή γράφοντας ότι παραμένει η καλύτερη και η αγαπημένη του δασκάλα. Αλλά αυτή τη φορά το όνομα με το οποίο υπέγραφε ήταν διαφορετικό: Δρ. Θεόδωρος Φ. Σπανός

Η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Η κυρία Ιωάννα πήρε ακόμη ένα γραμμα από τον Θοδωρή εκείνη την άνοιξη. Της έγραφε ότι είχε βρει μια κοπέλα και επρόκειτο να την παντρευτεί. Της έλεγε ότι ο πατέρας του είχε πεθάνει μερικά χρόνια πριν και αναρωτιόταν αν θα μπορούσε εκείνη, να καθίσει στη θέση που κάθεται η μητέρα του γαμπρού. Φυσικά εκείνη το έκανε..

Πήγε στο γάμο φορώντας στο χέρι εκείνο το βραχιόλι από πέτρες που της είχε κάνει δώρο ο Θοδωρής και φορώντας το άρωμα που του θύμιζε τη μητέρα του.

Την στιγμή που ο Δρ. Σπανός την αγκάλιασε της ψιθύρισε στο αυτί: «Σας ευχαριστώ, κυρία Ιωάννα, γιατί πιστέψατε σε μένα. Σας ευχαριστώ τόσο πολύ γιατί με κάνατε να αισθανθώ σημαντικός και μου δείξατε πως μπορώ να κάνω τη διαφορά».

Η κυρία Ιωάννα με δάκρυα στα μάτια του απάντησε: «Θοδωρή, κάνεις πολύ μεγάλο λάθος. Εσύ είσαι αυτός που μου έμαθε ότι μπορώ να κάνω τη διαφορά. Δεν ήξερα πώς να διδάξω τους μαθητές μου μέχρι που σε γνώρισα.»

Ένα κείμενο της Elizabeth Silance Ballard το 1974 στο περιοδικό Homelife.

«Τρία Γράμματα από τον Τέντυ (Θοδωρής)"

Elizabeth Silance Ballard. "Three Letters from Τέντυ."



Οι αλλαγές της ιστορίας και των ονομάτων έγιναν για να γίνει πιό κατανοητή στα Ελληνικά δεδομένα.

Εδώ μιά όμορφη παραλαγή της ιστορίας