Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020

Ποιος -και για ποιό λόγο- κούνησε το βάζο;

Ποιος -και για ποιό λόγο- κούνησε το βάζο;



Εάν μαζέψετε 100 μαύρα μυρμήγκια και 100 κόκκινα μυρμήγκια και τα βάλετε σε ένα μεγάλο γυάλινο βάζο, τίποτα δεν θα συμβεί. Όμως, αν πάρετε το βάζο και το κουνήσετε βίαια και
μετά το αφήσετε στο τραπέζι, τα μυρμήγκια θα αρχίσουν να σκοτώνουν το ένα το άλλο.
Τα κόκκινα πιστεύουν ότι τα μαύρα είναι ο εχθρός, ενώ τα μαύρα πιστεύουν ότι τα κόκκινα είναι ο εχθρός τους. Όμως, ο πραγματικός εχθρός -αυτός που “συντάραξε” τον κόσμο τους-
είναι το άτομο που κούνησε το βάζο. Το ίδιο ακριβώς γίνεται και ισχύει για τις περισσότερες διαμάχες μέσα σε μία κοινωνία.
Άνδρες εναντίον γυναικών.
Αριστεροί εναντίον δεξιών.
Λευκοί εναντίον των μαύρων.
Πίστη εναντίον της επιστήμης.
Διαθρησκευτικές συγκρούσεις. Και τόσοι άλλοι διαχωρισμοί που οδηγούν σε κοινωνικές διχόνοιες.
Πριν πολεμήσουμε ο ένας τον άλλον, πρέπει να αναρωτηθούμε:
Ποιος -και για ποιό λόγο- κούνησε το βάζο;

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2020

Θέλω να αγοράσω ένα θαύμα

Θέλω να αγοράσω ένα θαύμα




Ένα κοριτσάκι, πήρε τον κουμπαρά του κι άδειασε το περιεχόμενο. Μέτρησε τρεις φορές τα κέρματα, του για να μην κάνει κανένα λάθος. Ήταν ένα ευρώ και 11 λεπτά. Πήρε τα κέρματα και πήγε στο φαρμακείο της γειτονιάς. Ο φαρμακοποιός, εκείνη την στιγμή, μιλούσε με ένα καλοντυμένο κύριο και δεν πρόσεξε την μικρή. Το κοριτσάκι έκανε κάποιο θόρυβο με τα πόδια του, αλλά τίποτε. Τότε πήρε ένα από τα κέρματα της και το χτύπησε πάνω στο γραφείο του. - “Τι θέλεις;” την ρωτά κάπως εκνευρισμένος εκείνος. “Δεν βλέπεις, ότι μιλώ με τον αδελφό μου, που έχω χρόνια να τον δω”. Τότε η μικρή του είπε: - “Θέλω να σου μιλήσω για τον αδελφό μου, που είναι πολύ άρρωστος, και θέλω να αγοράσω ένα θαύμα!“ - “Συγγνώμη”, της απάντησε αυτός,” αλλά δεν πουλάμε θαύματα”. - “Ξέρετε, είπε το κοριτσάκι, ο αδελφός μου έχει κάτι στο κεφάλι του, που μεγαλώνει, κι ο μπαμπάς μου λέει, ότι μόνο ένα θαύμα θα μας σώσει. Λοιπόν, ποσό κάνει ένα θαύμα για να το αγοράσω. Έχω χρήματα…” . Ο αδελφός του φαρμακοποιού, που παρακολουθούσε με ενδιαφέρον την συζήτηση, ρώτησε την μικρή τι είδους θαύμα χρειαζόταν ο αδελφός της. - “Δεν ξέρω”, του απάντησε με μάτια βουρκωμένα. “Εκείνο που ξέρω είναι, ότι χρειάζεται εγχείρηση και ο μπαμπάς δεν έχει τα χρήματα. Γι’ αυτό, θέλω να πληρώσω εγώ, με τα δικά μου χρήματα”. Στην ερώτηση του καλοντυμένου κυρίου, πόσα λεπτά έχει. Η μικρή του απάντησε: «Ένα ευρώ και 11 λεπτά, κι αν χρειασθούν και άλλα θα τα βρω». -” Τι σύμπτωση”, χαμογέλασε ο καλοντυμένος κύριος. “Είναι το ακριβές αντίτιμο για ένα θαύμα, για ένα μικρό αδελφό. Ένα ευρώ και 11 λεπτά!“ Πήρε τα λεπτά, έπιασε την μικρή απ’ το χεράκι, και της είπε: «Πάμε μαζί στο σπίτι σου για να δω τον αδελφό σου και τους γονείς σου και να κάνουμε το θαύμα». Ο καλοντυμένος κύριος ήταν γνωστός νευροχειρουργός. Η εγχείρηση έγινε με επιτυχία και ο μικρός αδελφός επέστρεψε στο σπίτι του υγιής. - “Η εγχείρηση ήταν ένα αληθινό θαύμα”, ψιθύρισε η μαμά. “Απορώ πόσο θα κόστισε”. Η μικρούλα χαμογέλασε. Ήξερε ακριβώς πόσο κοστίζει ένα θαύμα: «ένα ευρώ και 11 λεπτά, συν την πίστη ενός μικρού παιδιού…».

Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

Πώς να ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΕΤΕ αποτελεσματικά το παιδί σας.....

Πώς να ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΕΤΕ αποτελεσματικά το παιδί σας.....


 


- Από μικρό να μην του αρνείστε τίποτα. Δίνετέ του ό,τι επιθυμεί, ό,τι ζητάει, ιδίως όταν πεισματώνει και κλαίει. Έτσι θα μεγαλώσει και θα πιστεύει πως οι άλλοι του οφείλουν τα πάντα, πως έχει μόνο δικαιώματα.
- Μαζεύετε εσείς ό,τι παρατάει εδώ κι εκεί - βιβλία, ρούχα, παπούτσια...
Μην του πείτε ποτέ: «Μάζεψέ τα, βάλ' τα στη θέση τους».
Έτσι θα πιστέψει πως η μάνα είναι δούλα του και πως για όλα είναι υπεύθυνοι πάντα οι άλλοι.
- Δίνετέ του μπόλικο χαρτζιλίκι για να μη νιώθει κατώτερο από τους άλλους και «να μη στερηθεί ό,τι στερηθήκατε εσείς». Όταν μεγαλώσει, θα είναι βέβαιο πως την αξία στον άνθρωπο τη δίνει το χρήμα, αδιάφορο πώς αποκτήθηκε.
- Μην του λέτε ποτέ: «Κάνε αυτό» ή «Μην κάνεις εκείνο», γιατί έτσι το καταπιέζετε, δεν σέβεστε την ελευθερία του και την προσωπικότητά του. Μπορεί μάλιστα να του δημιουργήσετε και... ψυχικά τραύματα! Όταν μεγαλώσει, θα νομίζει πως η ζωή είναι μόνο να διατάζεις, ποτέ ν' ακούς.
- Να τσακώνεστε, να βρίζεστε, να προσβάλλετε ο ένας τον άλλον μπροστά του χωρίς ντροπή.
(Μην ανησυχείτε, έτσι δεν θα του δημιουργήσετε ψυχικά τραύματα!) Αργότερα, όταν παντρευτεί, θα του φαίνεται φυσικό να κάνει τα ίδια.
- Όταν αρχίσει να μπλέκεται στα δίχτυα του ερωτισμού και της φιληδονίας, εσείς κλείστε τα μάτια σας. Μην του μιλήσετε, μην το καθοδηγήσετε, μην το συμβουλέψετε.
Αφήστε το να βγάλει τα μάτια του, αφού «αυτό είναι φυσιολογικό».
- Να παίρνετε πάντα το μέρος του μπροστά στους δασκάλους και τους γείτονες.
Μην πιστεύετε ποτέ ότι «το αγγελούδι σας» μπορεί να κάνει αναποδιές και ατιμίες.
Βρίστε εκείνους που φιλικά και καλοπροαίρετα σας αναφέρουν κάτι σχετικό.
Είναι συκοφάντες και ζηλιάρηδες.
- Όταν θα πάτε στο αστυνομικό τμήμα, όπου το μάζεψαν γιατί έκλεψε ή γιατί πήρε ναρκωτικά, φωνάξτε δυνατά μπροστά σε όλους ότι είναι ένα παλιόπαιδο, ένας αλήτης, ότι θυσιαστήκατε
για το καλό του αλλά δεν μπορέσατε ποτέ να το συμμαζέψετε. Έτσι εσείς θα βγείτε καθαροί.

ΠΗΓΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Σάββατο 11 Απριλίου 2020

Η ποδιά της γιαγιάς

Η ποδιά της γιαγιάς


Θυμάσαι την ποδιά της γιαγιάς;
Ο πρώτος σκοπός της ποδιάς της γιαγιάς ήταν να προστατεύσει τα ρούχα από κάτω, αλλά και για να μαζέψει το φλεγόμενο τηγάνι από το φούρνο ήταν υπέροχο να στεγνώνει 
τα δάκρυα των παιδιών και, σε ορισμένες περιπτώσεις, να σκουπίζει βρώμικα τους πρόσωπα.
Η ποδιά χρησιμοποιήθηκε για να κουβαλάει αυγά και μερικές φορές, φρούτα! 
Όταν έφταναν οι επισκέπτες, η ποδιά ήταν να προστατεύσει τα ντροπαλά παιδιά 
Όταν έκανε κρύο, η γιαγιά συνήθιζε να τυλίγει τα χέρια της. 
Αυτή η παλιά καλή ποδιά συνήθιζε να φυσάει, ταραγμένη πάνω από τη φωτιά από ξύλα, 
ήταν αυτή που κουβαλούσε πατάτες και τα ξύλα για την σόμπα στην κουζίνα. 
Από τον κήπο, λειτούργησε ως καλάθι για πολλά λαχανικά, ντομάτες, αγγουράκια, λάχανα......
Στο τέλος της σεζόν, χρησιμοποιόταν για να μαζέψει τα πεσμένα μήλα του δέντρου · 
όταν οι επισκέπτες έφταναν ξαφνικά ήταν έκπληξη να δουν την ταχύτητα με την οποία 
αυτή η παλιά ποδιά μπορούσε να αφαιρέσει τη σκόνη από παντού...
Την ώρα που σέρβιρε τα γεύματα η γιαγιά κουνούσε την ποδιά της και όλοι ήξεραν ότι έπρεπε να μαζευτούν στο τραπέζι. 
Η γιαγιά την χρησιμοποίουσε επίσης για να βγάζει την μηλόπιτα από τον φούρνο. 
Ήταν όμως και ο τέλειος παραμυθάς αφού πάνω εκεί είχε πει η γιαγιά τα ωραιότερα παραμύθια...
Θα χρειαστούν αρκετά χρόνια πριν κάποια εφεύρεση ή κάποιο αντικείμενο να μπορεί να αντικαταστήσει αυτή την παλιά καλή ποδιά.

Στην μνήμη των γιαγιάδων μας...
Από το διαδίκτυο

Σάββατο 4 Απριλίου 2020

Τριαντάφυλλο στην θάλασσα


Τριαντάφυλλο στην θάλασσα





Οι κάτοικοι του παραθαλάσσιου χωριού έβλεπαν επί μια εβδομάδα, κάθε σούρουπο, την νεαρή Ρόζα να περνάει σαν μαγεμένη από την μικρή πλατεία του χωριού και να πηγαίνει στην παραλία. Καθόταν με τις ώρες στην ακρογιαλιά, με το κύμα να της γλύφει τα γυμνά της πόδια, κρατώντας στα χέρια ένα άσπρο τριαντάφυλλο κι ατενίζοντας μακριά στον ορίζοντα. Αποφάσισαν να ενημερώσουν τους γονείς της.
Οι γονείς του κοριτσιού θορυβήθηκαν. Η Ρόζα ήταν ήσυχο παιδί, υπάκουη, καλή μαθήτρια, πρόσχαρη και δεν τους είχε δώσει την παραμικρή αφορμή για να ανησυχήσουν. Αποφάσισαν να ρωτήσουν την ίδια για την περίεργη συμπεριφορά της. Η κοπέλα τους κοίταξε με τα λαμπερά μαύρα της μάτια και κοιτώντας έξω από το παράθυρο, άρχισε να διηγείται.
«Το ξέρω πως θα σας φανεί περίεργο, όπως μου φάνηκε κι εμένα στην αρχή, αλλά συνάντησα έναν άντρα στον ύπνο μου πριν από αρκετούς μήνες. Τον είδα να βγαίνει από την θάλασσα, ζωσμένος το σπαθί του, συντροφιά μ’ έναν λύκο κι έναν αετό καθισμένο στον ώμο του. Μιλήσαμε ώρα πολύ και ένιωθα την ψυχή μου να κολλάει επάνω του και την καρδιά μου να χτυπά σαν τρελή κάθε φορά που κοιταζόμασταν.
Όλο τον χειμώνα ερχόταν και μου έκανε παρέα τα βράδια και πριν μία εβδομάδα μου είπε πως πρέπει να φύγει. Μου υποσχέθηκε πως θα γυρίσει και γυναίκα του θα με πάρει, όταν το άσπρο τριαντάφυλλο, που θα κρατώ στο χέρι, γίνει κόκκινο. Τότε, θα πρέπει να ετοιμαστώ και στην πρώτη πανσέληνο, θα επιστρέψει».
Οι γονείς της δεν ήξεραν αν έπρεπε να γελάσουν ή να κλάψουν για την φαντασία της κόρης τους , και προσπαθώντας να την λογικεύσουν άρχισαν να της εξηγούν την διαφορά ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα, ενώ της απαγόρευσαν ρητά να συνεχίσει να πηγαίνει στην ακροθαλασσιά.
Το κορίτσι δεν μίλησε. Έσκυψε το κεφάλι και έφυγε από το δωμάτιο. Μέρες πέρασαν που δεν έτρωγε, δεν κοιμόταν, δεν μιλούσε, όταν απελπισμένοι οι γονείς αποφάσισαν να επισκεφτούν έναν γιατρό. Αυτός χαμογελώντας τους είπε πως η αρρώστια της κόρης τους ήταν η εφηβεία και τους συνέστησε να την αφήσουν να κάνει για λίγο του κεφαλιού της.
Γυρνώντας σπίτι την φώναξαν και της έδωσαν την άδεια να πάει στην παραλία του χωριού, αφού πρώτα τους ενημερώσει. Γελώντας και κλαίγοντας το κορίτσι, τους φίλησε και έφυγε τρέχοντας από το σπίτι, κόβοντας ένα άσπρο τριαντάφυλλο από τον κήπο. Με τα μάτια θολά ακόμα από τα δάκρυα , δεν πρόσεξε το αυτοκίνητο που ερχόταν. Ο οδηγός την είδε την τελευταία στιγμή να εμφανίζεται μπροστά του και δεν πρόλαβε να σταματήσει.
Ο νεαρός άντρας ένιωσε, παρά είδε το χτύπημα και κατέβηκε από το αυτοκίνητο για να βρεθεί μπροστά στο σώμα του κοριτσιού , που αιμορραγούσε. Στα χέρια της κρατούσε σφιχτά ένα τριαντάφυλλο, που είχε βαφτεί κόκκινο από το αίμα. .Έσκυψε κοντά της κι αυτή σήκωσε τα μάτια και του χαμογέλασε. Ένα χρόνο μετά είχαν παντρευτεί.
Τα χρόνια περνούσαν και το κορίτσι, που έγινε γυναίκα, αν και αγαπούσε τον άντρα της, ένιωθε κάθε μέρα πως η ψυχή της άδειαζε. Άρχισε να σκέφτεται πως λάθος ερμήνευσε τα σημάδια και πως πρόδωσε με την βιασύνη της το όνειρο και τον έρωτα.
Στην πρώτη πανσέληνο της άνοιξης, σηκώθηκε από το κρεβάτι της και βγήκε έξω. Πήρε στα χέρια της ένα άσπρο τριαντάφυλλο και πήγε στην ακροθαλασσιά. Άρχισε να τρυπάει τους καρπούς της με τ’ αγκάθια και να βάφει ένα ένα τα ροδοπέταλα μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη. Πέρασε ώρα πολλή. Όταν το τριαντάφυλλο έγινε όλο κόκκινο, έβγαλε τα ρούχα της και μπήκε στην θάλασσα. Συνέχισε να προχωράει μέχρι που το νερό την σκέπασε.
Δεν την βρήκαν ποτέ. Στην θέση που καθόταν υπήρχε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο ριζωμένο στην ακροθαλασσιά. Δεν μπόρεσαν να το ξεριζώσουν όσο κι αν προσπάθησαν.
Το σημείο εκείνο έγινε το αγαπημένο μέρος των εραστών του χωριού. Κι όσοι πήγαιναν πανσέληνο ισχυριζόταν ότι έβλεπαν στην θάλασσα την σκιά ενός άντρα που κρατούσε στα χέρια του ένα τριαντάφυλλο..

Το Ψέμα, η Υποκρισία και η Αλήθεια

Το Ψέμα, η Υποκρισία και η Αλήθεια

Κάποτε ένας Θεός έριξε το ψέμα στην Θάλασσα αλλά το βρήκανε κάποιοι σφουγγαράδες. Το έδειξαν στην πολιτεία τους και όλοι αμέσως το λατρέψανε.
Κάποιος άλλος Θεός έριξε την υποκρισία στα χείλη ενός ηφαιστείου αλλά την βρήκαν τυχαία πάλι οι άνθρωποι. Και πάλι οι άνθρωποι εκστασιαστήκαν και την λάτρεψαν.
Ένας τρίτος Θεός έριξε μέσα σε μια πόλη την Αλήθεια. Την είδανε πεσμένη γυμνή πολλοί άνθρωποι και την περιφρονήσανε.
"Κάποια του δρόμου θα 'ναι" είπε ένας.
"Μια αδιάντροπη" είπε ένας άλλος.
"Την πέταξε σίγουρα από το σπίτι της ο άντρας της" κάποιος.
Πολλοί λέγανε αυτά και άλλα παρόμοια. Σύντομα την αγνοήσανε και φύγανε.
Μόνο ένα παιδί την είδε και την λυπήθηκε.
Της έδωσε φαι και νερό για να συνέλθει.
Η Αλήθεια του πρόσφερε τότε σε αντάλλαγμα ένα δώρο. Του πρόσφερε το δώρο να λέει μόνο αλήθειες.
Από τότε, τα παιδιά λένε πάντα αλήθειες αλλά οι μεγάλοι επιμένουν να μη τα ακούνε.


ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ

ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ  ΑΝΤΙΛΗΨΗ 

Summer On The Farm Art Print by Robin Moline


Μία μέρα αποφάσισαν δύο άνθρωποι, ο καθένας από διαφορετικά μέρη,
να φύγουν από τον τόπο τους και να πάνε σε μια μεγαλύτερη πόλη...
Μάζεψαν και πήραν μαζί τους, όσα πράγματα μπορούσαν να κουβαλήσουν.
Μετά από πολλές μέρες, φτάνει ο πρώτος έξω από τις πύλες μιας μεγάλης πόλης.
Εκεί στην άκρη του δρόμου, καθόταν μια γριούλα πάνω σε έναν βράχο και ξεκουραζόταν.
Ο ξένος την πλησίασε...

Ξ - Καλησπέρα κυρούλα!
Γ - Καλησπέρα και σε σένα γιε μου.
Ξ - Γιαγιά από αυτά τα μέρη είσαι;
Γ - Τι θέλεις να μάθεις γιε μου;
Ξ - Δεν είμαι από εδώ. Έφυγα από το χωριό μου και ψάχνω να βρω μια πόλη με καλούς και ευγενικούς ανθρώπους που να νοιάζονται ο ένας με τον άλλον. Ξέρεις αν σε αυτήν την πόλη ζουν τέτοιοι άνθρωποι;
Γ - Στο χωριό που ζούσες πριν, τι άνθρωποι ζούσαν;
Ξ - Άνθρωποι καλοσυνάτοι με ευγένεια και καλή καρδιά.
Γ - Τότε πέρνα... Τέτοιους θα βρεις κι εδώ.
Και ο ξένος αφού την ευχαρίστησε, όλο χαρά συνέχισε τον δρόμο του και μπήκε στην πόλη.
Δεν πέρασαν μερικές ώρες και σε λίγο φάνηκε και ο δεύτερος.
Ξ - Καλησπέρα γιαγιά!
Γ - Καλησπέρα και σε σένα γιε μου. Τι σε φέρνει στα μέρη αυτά;
Ξ - Έφυγα από την πόλη μου και ψάχνω να βρω μια άλλη με καλούς κι ευγενικούς
ανθρώπους για να ζήσω. Εδώ πώς είναι οι άνθρωποι;
Γ - Στην πόλη σου πώς ήταν;
Ξ - Στην πόλη μου ζούσαν κακοί και δύστροποι άνθρωποι που νοιάζονταν μόνο για τον εαυτό τους.
Γ - Και εδώ γιε μου τους ίδιους ανθρώπους θα βρεις.
Του είπε κουνώντας το κεφάλι της.
Κι ο ξένος μάζεψε πάλι το δισάκι του και συνέχισε το δρόμο του ψάχνοντας για την επόμενη πόλη.
ΠΗΓΗ:

http://revealedtheninthwave.blogspot.gr/

Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΤΗ

Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΤΗ

Pinterest country roads | beautiful, country, farm, morning, road - inspiring picture on Favim ...
Κάποτε ένας φτωχός Σκωτσέζος αγρότης άκουσε την ώρα που καλλιεργούσε το χωράφι του τη φωνή ενός παιδιού που ζητούσε βοήθεια κλαίγοντας. Αμέσως παράτησε τα εργαλεία του κι έτρεξε προς τον βούρκο, απ΄όπου προέρχονταν οι φωνές. Τι να δει; Ένα τρομοκρατημένο αγόρι, βυθισμένο κιόλας μέχρι τη μέση στη λάσπη, πάλευε μάταια να βγει έξω ουρλιάζοντας. Χωρίς αργοπορία, ο αγρότης έσωσε το αγόρι, που κινδύνευε να πεθάνει αργά και βασανιστικά.
Την επόμενη ημέρα, μια φανταχτερή άμαξα με δύο άσπρα άλογα σταμάτησε μπροστά στην αγροικία του. Κατέβηκε ένας καλοντυμένος ευγενής κύριος, που του συστήθηκε ως ο πατέρας του αγοριού που είχε σώσει.
- "Μ' αυτό το ποσό θα ήθελα να σας ανταμείψω για την πράξη σας", είπε ο κύριος, προσφέροντάς του ένα πουγκί. "Σώσατε τη ζωή του γιού μου".
- "Όχι! Αποκλείεται να πληρωθώ γι'αυτό που έκανα", απάντησε ο Σκωτσέζος αγρότης, απορρίπτοντας την προσφορά.
Την ίδια στιγμή, στην πόρτα του χαμόσπιτου εμφανίστηκε ο γιος του αγρότη.
- "Αυτός είναι ο γιος σας;" ρώτησε ο καλοντυμένος κύριος.
- "Μάλιστα", απάντησε με υπερηφάνεια ο αγρότης.
- "Τότε θα κάνουμε μια συμφωνία. Αφήστε με να προσφέρω στο γιο σας την ίδια μόρφωση που απολαμβάνει ο δικός μου. Αν ο μικρός μοιάζει στον πατέρα του, τότε χωρίς αμφιβολία μεγαλώνοντας θα μας κάνει και τους δύο υπερήφανους".
Έτσι κι έγινε ... Ο γιος του αγρότη πήγε στα καλύτερα σχολεία και αποφοίτησε από τη φημισμένη ιατρική σχολή του νοσοκομείου της Αγίας Μαρίας του Λονδίνου. Ήταν ο Αλεξάντερ Φλέμιγκ, αυτός που κάποια στιγμή έγινε γνωστός σε ολόκληρο τον κόσμο ως ο πατέρας της πενικιλίνης!.
Έπειτα από χρόνια, ο γιος του ευγενούς κυρίου χτυπήθηκε από πνευμονία βαριάς μορφής, και αυτή τη φορά η πενικιλίνη ήταν που του έσωσε τη ζωή. Όσο για το όνομα εκείνου του ευγενούς κυρίου, ήταν Ράντολφ Τσώρτιλ, και του γιου του Ουίνστον Τσώρτσιλ!
Πως τα φέρνει καμιά φορά η ζωή ... Ο αμόρφωτος αγρότης, πατέρας του ανθρώπου που ανακάλυψε την πενικιλίνη, έσωσε τη ζωή ενός παιδιού που, μεγαλώνοντας, θα κυβερνούσε τη Μεγάλη Βρετανία και θα έπαιζε έναν τόσο σημαντικό ρόλο στη λήξη του Β΄Παγκοσμίου πολέμου. Χάρη στην έμπρακτη ευγνωμοσύνη του λόρδου Ράντολφ Τσώρτσιλ ο Φέμινγκ ανακάλυψε την πενικιλίνη που θα έσωζε - για δεύτερη φορά - τη ζωή του Ουίνστον Τσώρτσιλ ..

ΜΟΝΟ ΜΑΖΙ ενωμένοι…. Θα σωθούμε!!!


ΜΟΝΟ ΜΑΖΙ ενωμένοι…. Θα σωθούμε!!!



Μια φορά και ένα καιρό ζούσαν δύο ανάπηροι ζητιάνοι σε ένα δάσος. Υπήρχε μεγάλη έχθρα μεταξύ τους, δεν μιλούσαν για χρόνια. Ο ένας ήταν τυφλός και ο άλλος δεν είχε πόδια . Μια μέρα το δάσος πήρε φωτιά και ο μόνος τρόπος που υπήρχε να μην καούν ήταν να βοηθήσει ο ένας τον άλλο.
Έτσι λοιπόν ο τυφλός πήρε στους ώμους τον άλλο που δεν είχε πόδια ,ο οποίος του έλεγε που να πάει για να γλυτώσουν από την φωτιά ....
ΜΟΝΟ ΜΑΖΙ ενωμένοι…. Θα σωθούμε!!!

ΤΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ

ΤΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ

LA CAJA DE LA CREACIÓN | REIKI Y CRECIMIENTO INTERIOR - TERÀPIES ...

Η ιστορία αρχίζει πριν από καιρό όταν ένας πατέρας τιμωρεί την 5χρονη κόρη του για ένα πολύτιμο αντικείμενο που έχασε!
Ήταν φτωχοί και δεν είχαν καθόλου χρήματα.
Μια μέρα πήγε το παιδί ένα δώρο στο πατέρα και του είπε: αυτό είναι για σένα πατερούλη μου!!!
Ο πατέρας ξαφνιάστηκε στην αρχή, θύμωσε όμως πολύ όταν άνοιξε το κουτί και είδε ότι είναι άδειο.
Μίλησε με έντονο και βαρύ τόνο στη κόρη του λέγοντάς της: δεν ξέρεις ότι όταν κάνεις ένα δώρο πρέπει να έχει και κάτι μέσα; Με κοροϊδεύεις;
Η μικρούλα τον κοίταξε με δάκρυα στα μάτια και του απάντησε:
Το κουτί είναι γεμάτο με ΦΙΛΙΑ για σένα πατερούλη μου!!!
Ο πατέρας ντράπηκε, γονάτισε την αγκάλιασε και της ζήτησε συγγνώμη. Από τότε ο πατέρας είχε πάντα το κουτί δίπλα στο κρεβάτι του κι όποτε δεν ήταν καλά ή χρειαζόταν να πάρει θάρρος και δύναμη, το άνοιγε και έβγαζε ένα φιλί!
Ο καθένας μας έχει ένα κουτί γεμάτο με αγάπη των παιδιών, των φίλων ή των συγγενών αρκεί να το ανοίξει και να το δει…
Δεν υπάρχει κάτι πιο πολύτιμο που μπορείς να έχεις !!!

Η ιστορία ενός μολυβιού

Η ιστορία ενός μολυβιού



Το παιδί κοιτούσε τη γιαγιά του που έγραφε ένα γράμμα.
Κάποια στιγμή τη ρώτησε:
- Γράφεις μια ιστορία που συνέβη σε εμάς; Και μήπως είναι μια ιστορία για μένα;
Η γιαγιά σταμάτησε να γράφει, χαμογέλασε και είπε στον εγγονό της:
- Όντως γράφω για σένα, Ωστόσο, αυτό που είναι πιο σημαντικό κι από τις λέξεις είναι το μολύβι που χρησιμοποιώ. Θα ήθελα, όταν μεγαλώσεις, να γίνεις σαν κι αυτό.
Το παιδί, περίεργο, κοιταξε το μολύβι και δεν είδε τίποτα το ιδιαίτερο.
- Αφού είναι το ίδιο με όλα τα μολύβια που έχω δει στη ζωή μου!
- Όλα εξαρτώνται από τον τρόπο τον οποίο βλέπεις τα πράγματα.
Το μολύβι έχει πέντε ιδιότητες, τις οποίες αν καταφέρεις να διατηρήσεις, θα είσαι πάντα ένας άνθρωπος που θα βρίσκεται σε αρμονία με τον κόσμο.
Πρώτη ιδιότητα: Μπορείς να κάνεις μεγάλα πράγματα, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάς ποτέ ότι υπάρχει ένα Χέρι το οποίο καθοδηγεί τα βήματά σου. Αυτό το χέρι το λέμε "Θεό" και Εκείνος πρέπει να σε καθοδηγεί πάντα σύμφωνα με το θέλημά Του.
Δεύτερη ιδιότητα: Πότε-πότε πρέπει να σταματάω να γράφω και να χρησιμοποιώ την ξύστρα. Αυτό κάνει το μολύβι να υποφέρει λίγο, αλλά στο τέλος είναι πιο μυτερό. Έτσι, μάθε να υπομένεις ορισμένες δοκιμασίες γιατί θα σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο.
Τρίτη ιδιότητα: Το μολύβι μας επιτρέπει πάντα να χρησιμοποιούμε γόμα για να σβύνουμε τα λάθη. Κατάλαβε ότι το να διορθώνουμε κάτι που κάναμε δεν είναι απαραίτητα κακό, αλλά σημαντικό για να παραμένουμε στο δρόμο του δικαίου.
Τέταρτη ιδιότητα: Αυτό που έχει στην ουσία σημασία στο μολύβι δεν είναι το ξύλο ή το εξωτερικό του σχήμα, αλλά ο γραφίτης που περιέχει. Έτσι, να φροντίζεις πάντα αυτό που συμβαίνει μέσα σου.
Τέλος, η πέμπτη ιδιότητα του μολυβιού: Αφήνει πάντα ένα σημάδι. Έτσι, λοιπόν, να ξέρεις ότι ό,τι κάνεις στη ζωή σου θα αφήσει ίχνη και να προσπαθείς να έχεις επίγνωση της κάθε σου πράξης.


ΠΗΓΗ ΠΑΡΑΜΥΘΕΝΙΑ ΣΕΛΙΔΑ

Η αλήθεια δεν μας αρέσει πάντα

Η αλήθεια δεν μας αρέσει πάντα


Ένας άνθρωπος, σ' όλη του τη ζωή έψαχνε την Αλήθεια και δεν μπορούσε να τη βρει.
Πέρασε απ' όλες τις χώρες του κόσμου, βρέθηκε στις χώρες του Βορρά, στις χώρες του Νότου και της Δύσης χωρίς αποτέλεσμα.
Κάποια φορά που βρέθηκε σε μια μικρή χώρα της Ανατολής, ένοιωσε κουρασμένος και απελπισμένος και κάθισε κοντά στην είσοδο μιας σπηλιάς.
Ξαφνικά, από το εσωτερικό της σπηλιάς ακούστηκε κάποιος θόρυβος σαν γρύλισμα.
Ο άνθρωπος σηκώθηκε και πλησίασε την είσοδο με ένα ξίφος στο χέρι. Ξεχώρισε μια σκοτεινή μορφή που του φάνηκε ότι ανήκε σε γυναίκα.
Μπήκε στη σπηλιά όπου βασίλευε φοβερή δυσοσμία.
Όταν τα μάτια του συνήθισαν στο σκοτάδι, είδε πράγματι μια γυναίκα, γριά και αποκρουστική, ρυτιδιασμένη, τριχωτή και βρωμερή.
Εκείνη, σήκωσε προς το μέρος του τα θολά μάτια της και τον ρώτησε, τι θέλει.
- Αναζητώ την Αλήθεια, απάντησε εκείνος.
- Τη βρήκες, του είπε η γριά.
- Εσύ είσαι η Αλήθεια;
- Ναι.
- Πώς μπορώ να είμαι σίγουρος;
Εκείνη του έδωσε αποδείξεις. Ήξερε τα πάντα για αυτόν, το όνομά του, την ηλικία του, τις περιπέτειές του...
Ο άνθρωπος έμεινε αποσβολωμένος και απογοητευμένος, ρώτησε με αμηχανία:
- Είσαι τόσο άσχημη! Ποτέ δεν είχα συναντήσει τίποτα πιο τρομερό από 'σένα. Όμως όλοι θέλουν να σε γνωρίσουν! Θα με ρωτήσουν! Πρέπει να τους πω κάτι! Τι να τους πω;
Πές τους ψέματα, είπε η Αλήθεια, πές τους ότι είμαι νέα και ωραία, έτσι όλοι θα σε πιστέψουν.

Η πασχαλίτσα και η ζάχαρη

Η πασχαλίτσα και η ζάχαρη



Ζούσε κάποτε μία πασχαλίτσα, που δεν φοβόταν τίποτα και κανέναν. Όλη μέρα περιφερόταν από λουλούδι σε φύλλο μασουλώντας μελίγκρες, διασκεδάζοντας με τον φόβο των φίλων της για τα πουλιά και τους ανθρώπους.
Ποτέ δεν τάχυνε το βήμα της, ούτε πετούσε μακριά όταν ερχόταν αντιμέτωπη με κάποια απειλή. Της άρεσε να δείχνει την τόλμη της βολτάροντας καμαρωτή στα μπράτσα και στις παλάμες των ανθρώπων που συναντούσε στο δρόμο της και να πετά βαριεστημένα μετά μακριά, ενώ οι φίλες της την κοιτούσαν με έκπληξη και θαυμασμό.
Σε μία από αυτές τις βόλτες, ο άνθρωπος, ένα εννιάχρονο αγοράκι, άπλωσε άξαφνα το χέρι του και την έκλεισε στην χούφτα του. Μέχρι να συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί ,ένιωσε να πέφτει, χωρίς να μπορεί να πιαστεί από πουθενά. Προσπάθησε να πετάξει μακριά, αλλά όπου και να στρεφόταν χτυπούσε σε κάτι σκληρό. Δεν σταμάτησε να ψάχνει διέξοδο παρά μόνο όταν εξαντλημένη, έπεσε κάτω. Το αγοράκι έκλεισε το βάζο, βάζοντας ως καπάκι μια γάζα, που την έπιασε γρήγορα με ένα λαστιχάκι. Έβγαλε προσεκτικά ένα σακουλάκι από την τσέπη του κι ανοίγοντας μια ακρούλα άρχισε να ρίχνει το περιεχόμενό του μέσα στο βάζο.
Η πασχαλίτσα ένιωσε κάτι να πέφτει επάνω της και γύρισε να δει. Τριγύρω της έπεφταν συνεχώς κάτι άσπροι, κρυσταλλένιοι κόκκοι. Δοκίμασε διστακτικά ένα μικρό κομμάτι. Και ξετρελάθηκε. Ήταν ότι πιο νόστιμο είχε δοκιμάσει ποτέ της. Συνέχισε να μασουλάει ασταμάτητα. Ένιωσε την καρδούλα της να χτυπάει σαν τρελή και της ήρθε κάτι σαν λιγοθυμιά από την ηδονή.
Δεν ήξερε πόσος καιρός πέρασε. Αν ήταν στιγμές ή μέρες ή μήνες. Αυτή η ζαχαρένια φυλακή την είχε κάνει να χάσει την αίσθηση του χρόνου και δεν αποζητούσε τίποτα άλλο, παρά να βλέπει τους μικρούς άσπρους κόκκους και να τους γεύεται. Είχε λησμονήσει την περηφάνια, τις φίλες, τον εαυτό της.
Κοιτάζοντας έξω από τον γυάλινο κόσμο της, είδε ένα κοριτσάκι να πλησιάζει. Το αγοράκια περήφανο της έδειχνε την φυλακισμένη πασχαλίτσα και γελούσε. Είδε τα μαύρα μάτια του κοριτσιού να ανάβουν σαν κάρβουνα, καθώς χειρονομούσε και φώναζε. Το χαμόγελο σβήστηκε από το πρόσωπο του δεσμοφύλακά της.
Το αγοράκι άνοιξε το βάζο κι άρχισε να παρακινεί την πασχαλίτσα να βγει έξω. Αυτή άρχισε να οπισθοχωρεί, να ψάχνει μέρος να κρυφτεί, να μείνει εκεί για πάντα. Με μια αποφασιστική κίνηση, το αγοράκι έβαλε το χέρι του στο βάζο, την έβγαλε έξω και την άφησε πάνω σ' ένα φύλλο. Το κορίτσι τον κοιτούσε χωρίς να μιλάει, μέχρι που έβγαλε την σακουλίτσα με την ζάχαρη και της την έδωσε. Του χαμογέλασε και έμειναν να κοιτάζονται στα μάτια, αδιαφορώντας για τον κόσμο γύρω τους και την απελευθερωμένη πασχαλίτσα.
Αυτή έμεινε παραζαλισμένη να κοιτάει γύρω της με απόγνωση. Ο κόσμος γύρω της φαινόταν άγριος και απειλητικός. Δοκίμασε να πετάξει, αλλά δεν τα κατάφερε .Απελπισμένη άρχισε να περπατάει παραπατώντας, ενώ κοίταζε με ελπίδα πίσω της, μήπως το αγοράκι ξαναγυρίσει.
Μετά από αρκετές μέρες άρχισε να πετάει. Οι μελίγκρες της φαινόταν άνοστες κι έχανε συνέχεια βάρος. Βρήκε τις φίλες της, τις μάζεψε γύρω της και τις είπε "Είχατε δίκιο να φοβάστε. Δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομακτικό, από την γλύκα των ανθρώπων".
Πέρασαν μήνες και ακόμα δεν είχε βρει το κέφι της και την πρότερη ανεμελιά της. Ένιωθε πως είχε αφήσει ένα κομμάτι του εαυτού της στον πάτο του βάζου, που δεν θα έβρισκε ποτέ ξανά. Μια μέρα, ενώ έτρωγε βαριεστημένα τις μελίγκρες μιας ροδιάς, είδε μπροστά της το ίδιο αγοράκι , που την είχε τότε αρπάξει. Καθόταν στο γρασίδι παρέα με το κοριτσάκι και τρώγανε εναλλάξ κάτι από ένα μεγάλο βάζο, χρησιμοποιώντας το ίδιο κουτάλι.
Με την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή, πέταξε κι έπεσε με φόρα στο βάζο, που ήταν γεμάτο με μέλι. Κατάλαβε το λάθος της , αλλά ήταν πια πολύ αργά. Ενώ άρχισε να βουλιάζει στο παχύρευστο υγρό, το δοκίμασε διστακτικά . Η γεύση του ήταν υπέροχη. Σταμάτησε να παλεύει κι άφησε τον εαυτό της να βουλιάξει στην γλύκα.
Το αγοράκι προσπάθησε να την βγάλει με το κουτάλι, όταν συνειδητοποίησε ότι ήταν πια νεκρή. Την κράτησε μπροστά στο πρόσωπό του και είπε "Τι ανόητη πασχαλίτσα! Βούλιαξε μέσα στο μέλι και πέθανε για το τίποτα!".
Το κοριτσάκι σηκώθηκε όρθιο. Τα μάγουλά της ήταν κόκκινα και τα μάτια της έλαμπαν. Στάθηκε μπροστά του και του φώναξε "Εγώ, πάντως, την ζηλεύω!" κι έφυγε τρέχοντας. Το αγοράκι δεν προσπάθησε να την σταματήσει. Την ήξερε αρκετά καλά για να γνωρίζει πόσο επικίνδυνη γινόταν όταν τα μάτια της ήταν βουρκωμένα. Ήταν σίγουρος άλλωστε ότι θα γυρίσει,. Πάντα γυρνούσε. .
Βρεθήκανε μετά από δέκα χρόνια τυχαία στο σπίτι ενός γνωστού. Συμφωνήσανε να βγούνε την επόμενη μέρα για ένα ποτό. Ο νεαρός πλέον άντρας μετά από λίγη ώρα, της είπε "Για πολλά χρόνια ονειρευόμουνα τα μάτια σου και με κυνηγούσε στους εφιάλτες μου η πλάτη σου". Αυτή τον κοίταξε για πολλή ώρα στα μάτια, ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό της και τέλος του είπε "Λυπάμαι, καλέ μου, αλλά είναι πολύ αργά για ζάχαρη τώρα. Έχω συνηθίσει στο μέλι".
Σηκώθηκε όρθια, τον φίλησε απαλά στο μάγουλο και έφυγε περπατώντας αργά. Δεν γύρισε ούτε μια φορά να κοιτάξει πίσω της. Ο νεαρός άντρας έμεινε να κοιτάζει την πλάτη της καθώς απομακρυνόταν για άλλη μια φορά.
Άνοιξε την παλάμη του και κοίταξε το τσαλακωμένο κόκκινο κουτάκι, που κρατούσε τόση ώρα σφιχτά. Έβγαλε τρυφερά από μέσα μια ασημένια πασχαλίτσα και την άφησε να πέσει στο ποτήρι του.
Δεν συναντηθήκανε ποτέ ξανά.

ΠΗΓΗ : fpparmirosedreamsagain.blo

Οι Τρείς Ράφτες

Οι Τρείς Ράφτες




Υπήρχαν τρεις ράφτες και όλοι τους άνοιξαν από ένα μαγαζί στον ίδιο δρόμο.
Ο καθένας από αυτούς ήθελε να προσελκύσει περισσότερους πελάτες.
Ο πρώτος ράφτης κρέμασε μια μεγάλη ταμπέλα στην οποία έγραφε:
«Είμαι ο καλύτερος ράφτης στην περιοχή».
Όταν ο δεύτερος ράφτης την είδε, σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να κάνει κάτι καλύτερο. Έτσι έφτιαξε μια μεγαλύτερη ταμπέλα που έλεγε:
«Είμαι ο καλύτερος ράφτης σε όλη τη χώρα».
Ο τρίτος ράφτης σκέφτηκε:
«Μήπως πρέπει να πω ότι είμαι ο καλύτερος ράφτης σε όλο τον κόσμο;»
Σκέφτηκε το θέμα για αρκετό χρονικό διάστημα και έπειτα έβαλε μια πολύ μικρή ταμπέλα.
Προσέλκυε όλους τους πελάτες που περνούσαν από το δρόμο στο μαγαζί του, αφήνοντας τα άλλα δύο καταστήματα άδεια.
Τι έλεγε η ταμπέλα του τρίτου ράφτη;
«Είμαι ο καλύτερος ράφτης σε αυτόν το δρόμο».
Έστρεψε τα μάτια του σε αυτό που ήταν μπροστά του, αρχίζοντας από το «εδώ και τώρα».
Και γι’ αυτό κέρδισε την εκτίμηση των πελατών.

ΤΑ ΚΑΘΑΡΑ ΤΖΑΜΙΑ ΚΑΙ Η ΜΠΟΥΓΑΔΑ

ΤΑ ΚΑΘΑΡΑ ΤΖΑΜΙΑ ΚΑΙ Η ΜΠΟΥΓΑΔΑ

.



Κάποτε ήταν ένα νέο ζευγάρι που μετακόμισε σε καινούργια γειτονιά. Καθώς έτρωγαν το πρώτο τους πρωινό στο νέο τους σπίτι, η γυναίκα κοίταξε έξω από το παράθυρο και είδε τη γειτόνισσα που εκείνη την ώρα άπλωνε την μπουγάδα της.
- "Ά, τα ρούχα δεν είναι και πολύ καθαρά, η γειτόνισσα δεν ξέρει να πλένει καλά. Μάλλον χρειάζεται να χρησιμοποιεί περισσότερο σαπούνι".
Ο σύζυγος κοίταξε την μπουγάδα αλλά δε είπε τίποτα.
Κάθε φορά που η γειτόνισσα άπλωνε την μπουγάδα της, η γυναίκα έκανε τα ίδια σχόλια. Ένα μήνα αργότερα, ένιωσε μεγάλη έκπληξη, όταν είδε ότι τα ρούχα που είχε απλώσει η γειτόνισσα ήταν πιο καθαρά και είπε στον άντρα της :
- "Για δες! Η γειτόνισσα έμαθε επιτέλους να πλένει! Αναρωτιέμαι ποιος την έμαθε".
- "Ξέρεις ξύπνησα νωρίς σήμερα το πρωί και καθάρισα τα τζάμια μας!" γύρισε και της είπε ο άντρας της.
"Στη ζωή μας, ας φροντίσουμε να έχουμε τα "τζάμια" μας καθαρά για να μπορούμε να βλέπουμε γύρω μας πιο ευδιάκριτα!"

Η ιστορία του μικρού Ανδρέα

Η ιστορία του μικρού Ανδρέα (παιδικό παραμύθι)




Κάποτε ήταν ένα μικρό παιδάκι που τον έλεγαν Ανδρέα. Ο Ανδρέας ήταν ένα πολύ χαρούμενο παιδί, και οι γονείς του τον αγαπούσαν ολόψυχα.
Ο Ανδρέας μπορούσε να παίζει ελεύθερα, να τρέχει, να πηδάει, και να παίζει παντού, σε όλους τους χώρους του σπιτιού..... εκτός από ένα χώρο : το καθιστικό.
Ένας μόνο κανόνας υπήρχε στο σπίτι του Ανδρέα : «Ού παίξεις μέσα στο καθιστικό»
Ο Ανδρέας ήταν κατά βάση ένα ευχαριστημένο παιδί, όμως, περισσότερο από κάθε τι στον κόσμο, είχε μέσα του την επιθυμία να παίξει μέσα στο καθιστικό.
Κάθε φορά που περνούσε από κοντά, η επιθυμία του να παίξει εκεί μέσα μεγάλωνε. Όλο και περισσότερο, μεγάλωνε η εμμονή του να παίξει μέσα στον απαγορευμένο χώρο...
Μια μέρα, όταν απουσίαζαν οι γονείς του σε γειτονικό σπίτι, ο Ανδρέας άρπαξε την ευκαιρία!
Μπήκε μέσα στο απαγορευμένο δωμάτιο. Έτρεξε γύρω-γύρω. Πηδούσε εδώ και εκεί. Πεταγόταν από πολυθρόνα σε καναπέ και πίσω πάλι. Πόσο πολύ διασκέδαζε! Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί του απαγορευόταν τόσο απόλυτα να παίζει εκεί μέσα. Μα, αυτό ήταν το πιό διασκεδαστικό δωμάτιο του σπιτιού τους!
Και σε μια στιγμή, συνέβη.
ΚΡΑΑΑΑΤΣ !!!
Το πανάκριβο, αγαπημένο βάζο.... σπασμένο.... θρύψαλα.... σκορπισμένα τα κομμάτια του στο πάτωμα....
Ο Ανδρέας σταμάτησε το παιχνίδι. Μη ξέροντας τι να κάνει, έσπρωξε γρήγορα-γρήγορα τα θραύσματα του βάζου κάτω από τα καλύμματα της μεγάλης πολυθρόνας.
Μετά από λίγη ώρα, επέστρεψαν οι γονείς του. Διαισθάνθηκαν πως κάτι δεν πήγαινε καλά με το παιδί τους, αλλά εκείνο τους είπε πως όλα είναι εντάξει.
Δεν πέρασε πολύς καιρός, και ο Ανρέας σταμάτησε εντελώς το παιχνίδι.
Σταμάτησε να παίζει στο χωλ, στον κήπο, ακόμα και στο δωμάτιο παιχνιδιού. Ελάττωσε και τα υπαίθρια παιχνίδια με τους φίλους του.
Σταμάτησε τελείως και το τρέξιμο, και έπεσε σε μελαγχολία. Οι ώμοι του άρχισαν να γέρνουν. Δεν χαμογελούσε πιά. Έπαψε να είναι εκείνο το χαρούμενο, ευχαριστημένο παιδί που ήταν κάποτε.
Όταν τον ρωτούσαν για την κακοκεφιά του, το μόνο που τους έλεγε ήταν: «Όλα είναι μιά χαρά».
Τα μάτια του δεν κοιτούσαν πλέον προς το καθιστικό με την ίδια φλέγουσα επιθυμία, αλλά με ένα θλιμμένο και έντρομο δέος. Εκεί, κάτω από την επίσημη πολυθρόνα του πατέρα του, ήξερε πως βρίσκονταν κρυμμένα τα θραύσματα ενός ακριβού βάζου....
Πέρασαν εβδομάδες. Μήνες. Η προσωπικότητα του Ανδρέα βυθιζόταν όλο και περισσότερο, κάτω από το βάρος της ενοχής....
Και τότε συνέβη.
Μια μέρα, καθώς έσερνε τα βήματά του στο χωλ του σπιτιού, είδε την μητέρα του να βγαίνει από το φρικτό εκείνο δωμάτιο.
Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν.
Εκείνος κατάλαβε..... Εκείνη κατάλαβε......
Ωχχχχ. Πάγωσε από τον τρόμο.
Μέχρι που είδε την μητέρα του να χαμηλώνει προς το μέρος του, και να του ανοίγει ορθάνοιχτα την αγκαλιά της ...
Και μετά συνέβη... Τα δάκρυα μετανοίας άρχισαν να κυλούν σαν ποτάμι στα μάγουλά του, και έτρεξε να χωθεί μέσα στην αγκαλιά της μητέρας του.
«Γιατί;» του είπε με παράπονο. «Γιατί δεν μου το είπες;»
Δεν χρειάστηκε να της πει περισσότερα. Η μητέρα του είχε ήδη δει τον φόβο και την θλίψη στα μάτια του. Και εκείνη την στιγμή, έμαθε και τον λόγο της μελαγχολίας του παιδιού της. Αλλά εκείνη την στιγμή, γνώρισε και ο Ανδρέας για πρώτη φορά το ''θαύμα της συγχωρητικής αγάπης''


ΠΗΓΗ ΠΑΡΑΜΥΘΕΝΙΑ ΣΕΛΙΔΑ

Ο Βασιλιάς και το αλάτι


Ο Βασιλιάς και το αλάτι


Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένας βασιλιάς με τις τρεις όμορφες κόρες του. Τις αγαπούσε πολύ και τις τρεις, αλλά και αυτές τον λάτρευαν. Μια μέρα που καθόταν ο βασιλιάς μαζί τους, τις ρώτησε, όπως ρωτούν όλοι οι πατεράδες, αν τον αγαπούν. Και οι βασιλοπούλες είπαν και οι τρεις μαζί:
«Και το ρωτάs, πατέρα;»
«Πόσο μ’ αγαπάs εσύ;» ρώτησε τη μεγάλη.
«Σ’ αγαπώ, πατέρα μου, σαν το χρυσάφι», του αποκρίθηκε εκείνη.
«Μπράβο, κόρη μου, είπε ευχαριστημένος ο βασιλιάς. «Εσύ;» ρώτησε τη δεύτερη κόρη του.
«Εγώ σ’ αγαπώ σαν το ασήμι, πατέρα μου», είπε γλυκά n δεύτερη.
«Εύγε, καλό μου παιδί», είπε ο βασιλιάς και τη χάιδεψε τρυφερά. «Κι εσύ;» ρώτησε τη μικρότερη.
«Εγώ, πατέρα μου, σ’ αγαπώ σαν το αλάτι», είπε n μικρή.
«Σαν το αλάτι;» φώναξε θυμωμένος ο βασιλιάς. «Μα αυτή δεν είναι αγάπη, κόρη μου. Δεν το περίμενα αυτό από σένα. Δεν θέλω να σε βλέπω πια».Esther and Ahasuerus
Louis Jean Francois Lagrenee
(Γάλλος Νεοκλασικός ζωγράφος, 1725-1805)

Στενοχωρημένη n βασιλόπουλα, κλείστηκε για μέρες στο δωμάτιό της, αφού δεν ήθελε ο πατέρα της να την ξαναδεί και σκεφτόταν πώς να του αποδείξει ότι τον αγαπά. Ένα πρωί, λοιπόν, κατέβηκε στις βασιλικές κουζίνες, παράγγειλε ένα μεγάλο γεύμα για τον πατέρα της και του μήνυσε μάλιστα ότι θα του έφτιαχνε n ίδια τα καλύτερα φαγητά. Στολίστηκε το βράδυ, στολίστηκαν και οι δυο άλλες αδελφές της και πέρασαν όλοι μαζί στην τραπεζαρία του παλατιού. Η μικρή κόρη είχε στολίσει το τραπέζι. Άστραφταν τα ολόχρυσα πιάτα και τα ποτήρια και έλαμπαν από το ασήμι τα μαχαίρια και τα πιρούνια. Σαν άρχισε, όμως, να τρωει ο βασιλιάς τα φαγητά που του είχε μαγειρέψει n κόρη του, έσπρωξε το ολόχρυσο πιάτο μακριά. Δοκίμασε το δεύτερο φαγητό. Ήταν πιο άνοστο από το πρώτο και ας ήταν κι αυτό μέσα σε ολόχρυσο πιάτο. Τίποτα δεν του άρεσε. Όλα ήταν άνοστα και καθόταν νηστικός και στεναχωρημένος.


Τότε έσκυψε η βασιλόπουλα και του είπε:
«Μήπως θέλεις να δοκιμάσεις από το δικό μου πιάτο, βασιλιά μου;»
O βασιλιάς δοκίμασε από το φαγητό της και το βρήκε θαυμάσιο.
«Αυτό είναι φαΐ!» είπε χαρούμενος. Πήρε μπροστά του το γυάλινο πιάτο της και έφαγε με μεγάλη όρεξη. «Τι του έχεις βάλει και είναι τόσο νόστιμο;» ρώτησε τη μικρή του κόρη.
Και εκείνη του απάντησε πονηρά: «Αλάτι, πατέρα. Αλάτι!»

Ο βασιλιάς κατάλαβε ότι άδικα είχε θυμώσει με τη μικρή του κόρη. Είδε πως δεν είναι μόνο το χρυσάφι και το ασήμι που αξίζουν. Και από τότε ένιωσε περήφανος για την αγάπη και την εξυπνάδα της μικρή του κόρης και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Το ωραιότερο πράγμα στη γη

Το ωραιότερο πράγμα στη γη


΄Ενας καλλιτέχνης ήθελε να βρει για να ζωγραφίσει το ωραιότερο πράγμα στη γη.
Πλησίασε λοιπόν και ρώτησε έναν ιερέα για να του πει.
Η πίστη,του απάντησε εκείνος.Είναι το μεγαλύτερο κεφάλαιο δυναμικού στη γη.
Συνέχισε να ρωτά τους ανθρώπους,και πλησίασε έναν γεωργό.
Η ελπίδα του απάντησε εκείνος.Αν λείψει αυτή,χάνεται κάθε δημιουργία για τη ζωή.
Στο τέλος ρώτησε και μια φτωχή εργάτρια και εκείνη του απάντησε.
Η αγάπη.Με αυτή ξεπερνώ κάθε μου καημό.
ΠΙΣΤΗ-ΕΛΠΙΔΑ-ΑΓΑΠΗ
σκέφτηκε ο καλλιτέχνης.

Πως όμως μπορώ να ζωγραφίσω μαζί και τα τρία;;
Την ώρα που έμπαινε στο σπίτι του ,στάθηκε με έκσταση μπροστά σ ένα ζωντανό πανέμορφο πίνακα!!Τους γονείς του,τα παιδιά του,την γυναίκα του!!!!
Στο μέτωπο των γονέων του είδε την πίστη!!
Στο χαμόγελο των παιδιών του την ελπίδα!!
Στα μάτια της γυναίκας του λαμποκοπούσε η αγάπη!!
Η καρδιά του σκίρτησε.
Να το ωραιότερο πράγμα στη γη!!!Αυτό θα ζωγραφίσω.
Και αυτό δεν ήταν τίποτα άλλο,παρά η οικογενειακή του εστία.

΄Ενα απλό χαρούμενο σπιτάκι,που το κυβερνούσε η πίστη,η ελπίδα και η αγάπη!!!!
Πηγή : Διαδίκτυο

Η Πρωταπριλιά

Η Πρωταπριλιά


  The Adventures Of Pinocchio Jiminy Cricket Geppetto The Talking Crickett, PNG, 2180x3356px, Pinocchio, Adventures Of Pinocchio, Animation, Art, Boy Download Free
Η «Πρωταπριλιά» με τα αθώα ψέματά της είναι ένα πανευρωπαϊκό έθιμο. Στην Ελλάδα το αρχαίο αυτό έθιμο έφτασε, μάλλον, την εποχή των Σταυροφοριών κι έχει τις ρίζες του στους αρχαίους Κέλτες. Επειδή τον Απρίλιο ο καιρός καλοσύνευε συνήθιζαν την πρωταπριλιά να πηγαίνουν για ψάρεμα. Τις περισσότερες φορές γύριζαν φυσικά με άδεια χέρια, κι έτσι κατέφευγαν σε ψεύτικες ιστορίες για μεγάλα ψάρια. Στη χώρα μας διαγωνίζονται για το ποιος θα πει το μεγαλύτερο ψέμα, όπως το: 
«Έλα να πούμε ψέματα/ ένα σακί γιομάτο/ φόρτωσα ένα μπόντικα/ σαράντα κολοκύθια/ κι απάνου στα καπούλια του/ ένα σακί ρεβύθια».

Σημάδι πολιτισμού

Σημάδι πολιτισμού




Κάποτε ρωτήθηκε η ανθρωπολόγος Margaret Mead από ένα φοιτητή της ποιο ήταν το πρώτο σημάδι πολιτισμού σε μια κουλτούρα. Ο φοιτητής περίμενε ότι η Mead θα του μιλούσε για κάποιο αγκίστρι, για κεραμικά σκεύη ή μυλόπετρες. Όμως η Mead του είπε ότι το πρώτο σημάδι πολιτισμού σε μια αρχαία κουλτούρα ήταν ένα μηριαίο οστό που είχε σπάσει κι έπειτα είχε θεραπευθεί. Εξήγησε ότι στο ζωικό βασίλειο όταν σπας το πόδι σου, πεθαίνεις. Δεν μπορείς να δραπετεύσεις από τον κίνδυνο,ούτε να πας στο ποτάμι να πιεις νερό, ούτε να ψάξεις τροφή. Γίνεσαι βορά των θηρίων που παραμονεύουν. Κανένα ζώο δεν επιβιώνει με σπασμένο πόδι, τον χρόνο που χρειάζεται για να δέσει το οστό. Ένα μηριαίο οστό που έχει θεραπευθεί είναι απόδειξη ότι κάποιος αφιέρωσε χρόνο για να μείνει μαζί με εκείνον που έπεσε, έδεσε την πληγή, τον μετέφερε σε ασφαλές μέρος και τον βοήθησε να αναρρώσει. Η Mead είπε ότι το σημείο στο οποίο αρχίζει ο πολιτισμός είναι η βοήθεια σε κάποιον στην δυσκολία.....
ΠΗΓΗ :http://www.culturalequity.org/

Το μάθημα της πεταλούδας

Νίκος Kαζαντζάκης: 
Το μάθημα της πεταλούδας

el ángel de la bicicleta | Pinturas infantiles, Ilustración de ...

Θυμήθηκα κάποιο πρωί, που είχα πετύχει σ’ ένα πεύκο ένα κουκούλι πεταλούδας, τη στιγμή που έσκαζε το τσόφλι κι ετοιμάζουνταν η μέσα ψυχή να προβάλει. Περίμενα, αργούσε κι εγώ βιαζόμουν. Έσκυψα τότε απάνω της κι άρχισα να τη ζεσταίνω με την ανάσα μου. Τη ζέσταινα ανυπόμονα, και το θάμα άρχισε να ξετυλίγεται μπροστά μου, με γοργό ρυθμό. Το τσόφλι άνοιξε όλο, η πεταλούδα πρόβαλε. Μα ποτέ δε θα ξεχάσω τη φρίκη μου, τα φτερά της έμεναν σγουρά, αξεδίπλωτα όλο όλο της το κορμάκι έτρεμε και μάχουνταν να τα ξετυλίξει.
Μα δεν μπορούσε, μαχόμουν κι εγώ με την ανάσα μου να την βοηθήσω. Του κάκου, είχε ανάγκη από υπομονετικό ωρίμασμα και ξετύλιγμα μέσα στον ήλιο και τώρα πια ήταν αργά. Η πνοή μου είχε ζορίσει την πεταλούδα να ξεπροβάλει πριν της ώρας, ζαρωμένη κι εφταμηνίτικη. Βγήκε αμέστωτη, κουνήθηκε απελπισμένη και σε λίγο πέθανε στην παλάμη μου.
Το πουπουλένιο κουφάρι αυτό της πεταλούδας θαρρώ πως είναι το μεγαλύτερο βάρος που έχω στη συνείδησή μου. Και να, σήμερα κατάλαβα βαθιά.
Είναι θανάσιμο αμάρτημα να βιάζεις τους αιώνιους νόμους, έχεις χρέος ν’ ακολουθείς τον αθάνατο ρυθμό μ’ εμπιστοσύνη.
Η μικρή ετούτη πεταλούδα, που σκότωσα γιατί παραβιάστηκα να την αναστήσω, ας ήταν να πετούσε πάντα μπροστά μου και να μου δείχνει το δρόμο. Κι έτσι μια πεταλούδα που πρόωρα πέθανε να βοηθήσει μιαν αδερφή της, μιαν ανθρώπινη ψυχή, να μη βιάζεται και να προφτάσει να ξετυλίξει με αργό ρυθμό τις φτερούγες....

Ο ΨΕΥΤΗΣ ΒΟΣΚΟΣ(ΛΥΚΟΣ ΣΤΑ ΠΡΟΒΑΤΑ)

Ο ΨΕΥΤΗΣ ΒΟΣΚΟΣ(ΛΥΚΟΣ ΣΤΑ ΠΡΟΒΑΤΑ)



Ο Ψεύτης Βοσκός
Ήταν κάποτε ένας βοσκός που είχε ένα κοπάδι με αρκετά πρόβατα και ένα μαντρί έξω από το χωριό του. Κάθε πρωί, οδηγούσε τα πρόβατα σε ένα καταπράσινο λόφο κοντά στο μαντρί και τα άφηνε να βοσκήσουν με την ησυχία τους.

Συνήθως περνούσε την ώρα του παίζοντας με την φλογέρα του, αλλά να που μια μέρα την ξέχασε στο μαντρί. Μη έχοντας τί να κάνει, σκέφτηκε να σκαρώσει μια φάρσα στους συγχωριανούς του. Ανέβηκε σε ένα βράχο και άρχισε να φωνάζει προς την κατεύθυνση του χωριού. «Βοήθεια συγχωριανοί, λύκοι στα πρόβατα μου. Τρέξτε. Βοήθεια!»
Οι άντρες του χωριού άρπαξαν ό,τι βρήκαν μπροστά τους και έτρεξαν να βοηθήσουν τον βοσκό, που μόλις τους είδε άρχισε να γελάει με το πάθημά τους.
Ο βοσκός, όπως φαίνεται, βρήκε πολύ αστείο αυτό που έκανε, αφού το επανέλαβε 2-3 φορές ακόμα και κάθε φορά οι συγχωριανοί του έτρεχαν να τον βοηθήσουν.
Να όμως που μια μέρα, μια αγέλη πεινασμένων λύκων όρμισαν στο κοπάδι του βοσκού και άρχισαν να το ξεκληρίζουν. Τρομαγμένος ο βοσκός έβαλε τις φωνές και καλούσε σε βοήθεια: «Βοήθεια συγχωριανοί. Λύκοι τρώνε τα πρόβατά μου. Τρέξτε. Βοήθεια!»
Κανείς όμως δεν πήγε να τον βοηθήσει αφού όλοι νομίζανε οτι για άλλη μια φορά ήθελε να γελάσει μαζί τους.
Εκείνη την φορά οι μόνοι που γέλασαν ήταν οι λύκοι.Βρήκαν πρώτης τάξεως φαγητό και το έφαγαν με την ησυχία τους.Μόνο ένας ανθρωπος εκεί κοντά κάτι φώναζε αλλά όπως είναι γνωστό οι λύκοι δεν γνωρίζουν την ανθρώπινη γλώσσα για να καταλάβουν τί έλεγε και έτσι συνέχισαν ανενόχλητοι το φαί τους .
Αυτά παθαίνει λοιπόν, όποιος λέει ψέματα!

Η ΠΟΝΤΙΚΟΠΑΓΙΔΑ

Η ΠΟΝΤΙΚΟΠΑΓΙΔΑ


Ένα ποντικάκι κάποτε παρατηρούσε από την τρύπα του τον αγρότη και τη γυναίκα του που ξεδίπλωναν ένα πακέτο. Τι λιχουδιά άραγε έκρυβε; αναρωτήθηκε.

Όταν οι δύο αγρότες άνοιξαν το πακέτο, δεν φαντάζεσαι πόσο μεγάλο ήταν το σοκ που έπαθε διαπιστώνοντας πως επρόκειτο για μια ποντικοπαγίδα! Τρέχει λοιπόν γρήγορα στον αχυρώνα για να ανακοινώσει το φοβερό νέο: “Μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι! Μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι!”.

Η κότα κακάρισε, έξυσε την πλάτη της και σηκώνοντας το λαιμό της είπε: “Κυρ ποντικέ μου, καταλαβαίνω πως αυτό αποτελεί πρόβλημα για σένα. Αλλά δεν βλέπω να έχει κάποια επίπτωση σε μένα. Δεν με ενοχλεί καθόλου η ποντικοπαγίδα στο σπίτι!”.


Το ποντικάκι γύρισε τότε στο γουρούνι και του φώναξε: “Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι! Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι!”. Το γουρούνι έδειξε συμπόνια, αλλά απάντησε: “Λυπάμαι πολύ, κυρ ποντικέ μου, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο από το να προσευχηθώ. Να είσαι σίγουρος ότι θα το κάνω. Θα προσευχηθώ”.

Τότε το ποντίκι στράφηκε προς το βόδι και του φώναξε κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου: “Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι! Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι!”. Και το βόδι απάντησε: “Κοίταξε, κύριε ποντικέ μου, πολύ λυπάμαι για τον κίνδυνο που διατρέχεις, αλλά εμένα η ποντικοπαγίδα το μόνο που μπορεί να μου κάνει είναι ένα τσιμπηματάκι στο δέρμα μου”.


Έτσι ο ποντικούλης έφυγε με κατεβασμένο το κεφάλι, περίλυπος και απογοητευμένος, γιατί θα έπρεπε ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο της ποντικοπαγίδας.

Την επόμενη νύχτα ένας παράξενος ήχος, κάτι σαν τον θόρυβο που κάνει η ποντικοπαγίδα όταν κλείνει, ξύπνησε τη γυναίκα του αγρότη που έτρεξε να δει τι συμβαίνει. Μέσα στη νύχτα όμως δεν πρόσεξε πως στην παγίδα είχε πιαστεί από την ουρά ένα φίδι…

Φοβισμένο το φίδι δάγκωσε τη γυναίκα. Ο άντρας της έτρεξε γρήγορα και την πήγε στο νοσοκομείο. Έμειναν εκεί όλη τη νύχτα και το πρωί επέστρεψαν στο σπίτι. Η γυναίκα όμως παρουσίασε πολύ υψηλό πυρετό. Ο γιατρός συμβούλεψε τον άντρα της να της κάνει ζεστές σούπες. Έτσι ο αγρότης έσφαξε την κότα, για να κάνει μια καλή κοτόσουπα.

Ωστόσο η γυναίκα πήγαινε από το κακό στο χειρότερο και όλοι οι γείτονες την επισκέπτονταν καθημερινά για να βοηθήσουν. Ο καθένας με τη σειρά του καθόταν στο προσκεφάλι της γυναίκας από ένα οχτάωρο. Για να τους ταΐσει όλους αυτούς ο αγρότης, αναγκάστηκε να σφάξει το γουρούνι. Τελικά όμως η γυναίκα δεν τη γλύτωσε. Πέθανε…

Στην κηδεία της πήγε πάρα πολύς κόσμος, γιατί ήταν καλή γυναίκα και την αγαπούσαν όλοι. Για να φιλοξενήσει όλον αυτόν τον κόσμο, ο αγρότης αναγκάστηκε να σφάξει το βόδι.

Ο κυρ ποντικός έβλεπε όλο αυτό το πήγαινε – έλα από την τρυπούλα του με πάρα πολύ μεγάλη θλίψη…

Είχε προειδοποιήσει αλλά κανείς δεν έδωσε σημασία...
όταν κάποιος δίπλα μας κινδυνεύει, βρισκόμαστε όλοι σε κίνδυνο!Είμαστε όλοι συνεπιβάτες σ'αυτό το πλοίο που λέγεται ζωή!Ο καθένας μας αποτελεί τον κρίκο της ίδιας αλυσίδας.. Είμαστε σαν τις ίνες ενός υφάσματος.
Και αν ένα μέρος του υφάσματος χαλάσει, το ύφασμα είναι άχρηστο....Ο καθένας από εμάς αναλαμβάνει την προσωπική του ευθύνη αναλογιζόμενος το κοινό καλό,καθώς μόνος τρόπος για να ξεπεράσουμε την μεγάλη αυτή εθνική, αλλά και παγκόσμια κρίση,είναι αν όλοι μας καταλάβουμε πως αποτελούμε αναπόσπαστο μέρος ενός συνόλου και πως οι πράξεις μας επηρεάζουν κάθε πολίτη αυτής της χώρας.
Ο κάθε άνθρωπος είναι σαν γράμμα του αλφαβήτου: για να σχηματίζει μια λέξη, πρέπει να ενώνετε με άλλα γράμματα...


Τρίτη 17 Μαρτίου 2020

Τροφή για Σκέψη ....!!!!

Τροφή για Σκέψη ....!!!!

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Ένας δάσκαλος έφερε μπαλόνια στο σχολείο και ζήτησε από τα παιδιά να τα φουσκώσουν όλα και στη συνέχεια να γράψει το κάθε παιδί στο μπαλόνι του ,το όνομά του .

Μάζεψαν τα μπαλόνια στο διάδρομο και ο δάσκαλος τα ανακάτεψε από άκρη σε άκρη. Ο δάσκαλος έδωσε τότε 5 λεπτά για να βρει το κάθε παιδί το μπαλόνι που είχε πάνω του το όνομά του .

Τα παιδιά έτρεξαν πάνω κάτω , κοιτάζοντας και ψάχνοντας ξέφρενα, αλλά καθώς έφτασε η ώρα και τα 5 λεπτά πέρασαν - κανένα δεν βρήκε το δικό του μπαλόνι ...

Τότε ο δάσκαλος είπε στα παιδιά να πάρουν το μπαλόνι που είχαν πιο κοντά τους και να το δώσουν σε εκείνο το παιδί του οποίου το όνομα ήταν γραμμένο πάνω στο μπαλόνι .Σε λιγότερο από 2 λεπτά το κάθε παιδί είχε το δικό του μπαλόνι.

Τελικά , ο δάσκαλος είπε,

"Το μπαλόνι είναι σαν την ευτυχία. Κανείς δεν θα το βρει εάν ψάχνει μόνο για το δικό του. Αντ 'αυτού, αν όλοι νοιάζονται και για τους άλλους, θα βρουν το δικό τους πολύ πιο γρήγορα ».

Κυριακή 15 Μαρτίου 2020

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΣΚΑΚΙΟΥ


ΜΥΘΟΣ - Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΣΚΑΚΙΟΥ



Κάποτε ζήτησε κάποιος από το βασιλιά, να τοποθετήσουν ένα κόκκο ρυζιού στο πρώτο, δυο κόκκους ρυζιού στο δεύτερο, τέσσερις κόκκους στο τρίτο, οκτώ στο τέταρτο τετράγωνο μια σκακιέρας και να συνεχίσουν διπλασιάζοντας συνεχώς την ποσότητα. Ο βασιλιάς ήταν πολύ ευχαριστημένος, επειδή νόμισε ότι έτσι θα εκπλήρωνε την ευχή του χωρικού με ελάχιστο κόστος! Τότε όμως ο ένας από τους υπηρέτες του του εξήγησε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό, επειδή το σύνολο των κόκκων ρυζιού που χρειαζόταν για την αμοιβή του ήταν 18.446.744.073.709.551.615!!!Τόσο ρύζι δεν υπήρχε όχι μόνο στο βασίλειο του ή στα υπόλοιπα βασίλεια της Ινδίας εκείνη την εποχή, αλλά δεν υπάρχει ούτε σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο! Ακόμα κι αν υπήρχε όμως, όλα τα πλούτη του βασιλιά δεν θα έφταναν για να αγοραστεί τόσο ρύζι. Η ιστορία λέει ότι ο βασιλιάς θαύμασε την εξυπνάδα του χωρικού, επειδή αυτός χρησιμοποίησε τόσο καλά την ιδέα του πολλαπλασιασμού, και του έδωσε ένα μεγάλο κτήμα και δώρα που έφταναν για να ζήσει άνετα την υπόλοιπη ζωή του.