Οι 7 τυφλοί και ο ελέφαντας
Η παρακάτω ιστορία είναι διδακτική, είναι ένα Ινδικό παραμύθι και χρησιμοποιείται σε περιστάσεις που οι άνθρωποι καλούνται να απαντήσουν σε, φαινομενικά, εύκολες και απλές ερωτήσεις και ισχύει κάθε φορά που καλείται ένας ειδικός να εκφέρει άποψη για τον κλάδο του.
Οι 7 τυφλοί και ο ελέφαντας
Οι 7 τυφλοί και ο ελέφαντας
Στα βάθη της ερήμου υπήρχε μια πόλη, όπου όλοι ήταν τυφλοί. Ένας βασιλιάς με το στρατό του περνούσαν κάπου κοντά στην πόλη και στρατοπέδευσαν. Ο βασιλιάς είχε μαζί του και έναν μεγάλο ελέφαντα, που τον είχε για βαριές δουλειές αλλά και για να φοβίζει τους εχθρούς του στη μάχη. Οι άνθρωποι της πόλης είχαν ακούσει βέβαια κάτι για τους ελέφαντες, αλλά δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να συναντήσουν κάποιον. Έτρεξαν λοιπόν 6 νέοι άνδρες να ανακαλύψουν πώς ήταν ο ελέφαντας.
Ο πρώτος μόλις έφτασε, άπλωσε το χέρι του, ακούμπησε τα πλευρά του, αισθάνθηκε τη λεία επιφάνειά του, μύρισε τον αέρα και σκέφτηκε “Είναι, χωρίς αμφιβολία, ζώο, αλλά αυτό το ζώο μοιάζει με τοίχο”. Τρέχει λοιπόν να ανακοινώσει την ανακάλυψή του.
Ο δεύτερος, αισθάνθηκε τον αέρα, ακούμπησε με το χέρι του τον κορμό του ελέφαντα, που μόλις αντιλήφθηκε το χέρι πάνω του βρυχήθηκε δυνατά. Ο τυφλός σκέφτηκε «Ο ελέφαντας μοιάζει με φίδι και είναι τόσο τεράστιο, που η αναπνοή του σε ξεκουφαίνει». Τρέχει λοιπόν πίσω να γνωστοποιήσει την ανακάλυψή του.
Ο τρίτος πλησιάζει τον ελέφαντα, ακουμπάει την απαλή επιφάνεια του χαυλιόδοντα και αισθάνεται την αιχμηρή άκρη του. «Φανταστικό», σκέφτηκε, «ο ελέφαντας είναι σκληρός, αιχμηρός σαν ακόντιο και μυρίζει σαν ζώο». Τρέχει, λοιπόν, στους συμπολίτες του για τα νέα.
Ο τέταρτος, μόλις φθάνει, απλώνει το χέρι του χαμηλά και ακουμπάει ένα πόδι του ελέφαντα. Το ψηλαφεί, το αγκαλιάζει και αισθάνεται το σκληρό του
δέρμα. Ο ελέφαντας αντιδράει και μετακινεί το πόδι του. « Α!», σκέφθηκε «πώς να μη φοβίζει τους εχθρούς στη μάχη ο ελέφαντας. Είναι σαν τεράστιος κορμός δένδρου, κι όμως είναι ευλύγιστος και δυνατός». Τρόμαξε και ο ίδιος και τρέχει να πει τα νέα στην πόλη.
Ο πέμπτος τυφλός ακούμπησε την ουρά του ελέφαντα «Δεν καταλαβαίνω τι το ιδιαίτερο έχει ο ελέφαντας», σκέφθηκε, «είναι απλώς ένα κομμάτι σχοινί».
Αφήνει την ουρά και τρέχει πίσω στην πόλη.
Ο έκτος, βιαζόταν πολύ για να μη φθάσει τελευταίος και μόλις έφθασε, αισθάνθηκε το αέρα που «έκανε» το αυτί του ελέφαντα που κουνιόταν, απλώνει το χέρι του, ακουμπάει το αυτί του ελέφαντα και αισθάνεται τη σκληρή του επιφάνεια. Χαμογέλασε με αυταρέσκεια. «Ο ελέφαντας μοιάζει με ζωντανό ανεμιστήρα», σκέφθηκε και ικανοποιημένος με αυτήν του την πρώτη εντύπωση τρέχει πίσω.
Στο τέλος, έφτασε ένας τυφλός γέροντας. Είχε φύγει από την πόλη νωρίς, περπατούσε αργά και ήταν αποφασισμένος να αφιερώσει χρόνο για να μελετήσει προσεκτικά τον ελέφαντα. Μόλις έφτασε, περπάτησε γύρω από τον ελέφαντα, ακούμπησε διάφορα μέρη του σώματός του, τον μύριζε, και άκουγε όλους τους θορύβους, που έκανε το ζώο, προσεκτικά. Ψηλάφισε το στόμα του ελέφαντα, τον τάισε χόρτο και χτύπησε απαλά τον κορμό του. Τελικά επιστρέφει στην πόλη, αλλά βρίσκει όλη την πόλη σε μεγάλη αναστάτωση.
Κάθε ένας από τους έξι νεαρούς τυφλούς είχε αποκτήσει οπαδούς, που είχαν ασπασθεί τη δική του εκδοχή, για το τι είναι ο ελέφαντας. Όμως, όταν οι άνθρωποι της πόλης ανακάλυψαν ότι υπήρχαν έξι διαφορετικές εκδοχές, άρχισαν να τσακώνονται μεταξύ τους. Ο γέρος, ήσυχα, άκουγε τους διαπληκτισμούς. «Είναι σαν τοίχος!», «όχι είναι σαν φίδι!», «όχι είναι σαν ακόντιο!», «όχι σαν δέντρο!», «όχι σαν σχοινί!», «όχι σαν ανεμιστήρας!».
Ο πρώτος μόλις έφτασε, άπλωσε το χέρι του, ακούμπησε τα πλευρά του, αισθάνθηκε τη λεία επιφάνειά του, μύρισε τον αέρα και σκέφτηκε “Είναι, χωρίς αμφιβολία, ζώο, αλλά αυτό το ζώο μοιάζει με τοίχο”. Τρέχει λοιπόν να ανακοινώσει την ανακάλυψή του.
Ο δεύτερος, αισθάνθηκε τον αέρα, ακούμπησε με το χέρι του τον κορμό του ελέφαντα, που μόλις αντιλήφθηκε το χέρι πάνω του βρυχήθηκε δυνατά. Ο τυφλός σκέφτηκε «Ο ελέφαντας μοιάζει με φίδι και είναι τόσο τεράστιο, που η αναπνοή του σε ξεκουφαίνει». Τρέχει λοιπόν πίσω να γνωστοποιήσει την ανακάλυψή του.
Ο τρίτος πλησιάζει τον ελέφαντα, ακουμπάει την απαλή επιφάνεια του χαυλιόδοντα και αισθάνεται την αιχμηρή άκρη του. «Φανταστικό», σκέφτηκε, «ο ελέφαντας είναι σκληρός, αιχμηρός σαν ακόντιο και μυρίζει σαν ζώο». Τρέχει, λοιπόν, στους συμπολίτες του για τα νέα.
Ο τέταρτος, μόλις φθάνει, απλώνει το χέρι του χαμηλά και ακουμπάει ένα πόδι του ελέφαντα. Το ψηλαφεί, το αγκαλιάζει και αισθάνεται το σκληρό του
δέρμα. Ο ελέφαντας αντιδράει και μετακινεί το πόδι του. « Α!», σκέφθηκε «πώς να μη φοβίζει τους εχθρούς στη μάχη ο ελέφαντας. Είναι σαν τεράστιος κορμός δένδρου, κι όμως είναι ευλύγιστος και δυνατός». Τρόμαξε και ο ίδιος και τρέχει να πει τα νέα στην πόλη.
Ο πέμπτος τυφλός ακούμπησε την ουρά του ελέφαντα «Δεν καταλαβαίνω τι το ιδιαίτερο έχει ο ελέφαντας», σκέφθηκε, «είναι απλώς ένα κομμάτι σχοινί».
Αφήνει την ουρά και τρέχει πίσω στην πόλη.
Ο έκτος, βιαζόταν πολύ για να μη φθάσει τελευταίος και μόλις έφθασε, αισθάνθηκε το αέρα που «έκανε» το αυτί του ελέφαντα που κουνιόταν, απλώνει το χέρι του, ακουμπάει το αυτί του ελέφαντα και αισθάνεται τη σκληρή του επιφάνεια. Χαμογέλασε με αυταρέσκεια. «Ο ελέφαντας μοιάζει με ζωντανό ανεμιστήρα», σκέφθηκε και ικανοποιημένος με αυτήν του την πρώτη εντύπωση τρέχει πίσω.
Στο τέλος, έφτασε ένας τυφλός γέροντας. Είχε φύγει από την πόλη νωρίς, περπατούσε αργά και ήταν αποφασισμένος να αφιερώσει χρόνο για να μελετήσει προσεκτικά τον ελέφαντα. Μόλις έφτασε, περπάτησε γύρω από τον ελέφαντα, ακούμπησε διάφορα μέρη του σώματός του, τον μύριζε, και άκουγε όλους τους θορύβους, που έκανε το ζώο, προσεκτικά. Ψηλάφισε το στόμα του ελέφαντα, τον τάισε χόρτο και χτύπησε απαλά τον κορμό του. Τελικά επιστρέφει στην πόλη, αλλά βρίσκει όλη την πόλη σε μεγάλη αναστάτωση.
Κάθε ένας από τους έξι νεαρούς τυφλούς είχε αποκτήσει οπαδούς, που είχαν ασπασθεί τη δική του εκδοχή, για το τι είναι ο ελέφαντας. Όμως, όταν οι άνθρωποι της πόλης ανακάλυψαν ότι υπήρχαν έξι διαφορετικές εκδοχές, άρχισαν να τσακώνονται μεταξύ τους. Ο γέρος, ήσυχα, άκουγε τους διαπληκτισμούς. «Είναι σαν τοίχος!», «όχι είναι σαν φίδι!», «όχι είναι σαν ακόντιο!», «όχι σαν δέντρο!», «όχι σαν σχοινί!», «όχι σαν ανεμιστήρας!».
Ο γέρος γύρισε την πλάτη του και άρχισε να πηγαίνει σπίτι του, γελώντας, καθώς θυμήθηκε τις δικές του απερισκεψίες, όταν ήταν νέος. Σαν κι αυτούς, κάποτε, είχε συμπεράνει ότι είχε καταλάβει στο σύνολό του κάτι που είχε γνωρίσει (βιώσει), μόνο εν μέρει. Γέλασε, καθώς θυμήθηκε ότι, κάποτε, ήταν απρόθυμος να ανακαλύψει από μόνος του την αλήθεια και στηρίχθηκε αποκλειστικά σε αυτά που έλεγαν οι άλλοι.
Περισσότερο, όμως, γέλασε καθώς συνειδητοποίησε ότι, τελικά, ήταν ο μόνος στην πόλη που δεν ήξερε τι ήταν ο ελέφαντας.
Μόνο όσοι έχουν μάθει πολλά, είναι σε θέση να παραδεχθούν πόσα λίγα ξέρουν. L. Carte
by Αντικλείδι , http://antikleidi.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου