Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2019

ΥΠΝΟΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ

ΥΠΝΟΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, εσωτερικός χώρος

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν δύο αδέρφια, ο Ύπνος και ο Θάνατος, απόγονοι της Νύχτας και του Ερέβους. Δύο μικροί δίδυμοι θεοί, που κατοικούσαν στα έγκατα της Γης και έπαιζαν με το χρόνο. Τον μάζευαν στα σεντούκια τους και κάθε μέρα έπαιζαν μαζί του. Το παιχνίδι συνεχιζόταν για πολλά χρόνια, μέχρι που ο Ύπνος πρότεινε στον αδερφό του να βρουν ένα τρόπο να μαζέψουν περισσότερο χρόνο. Ο Θάνατος, δύστροπος, αδιάλλακτος και ακλόνητος, αρνήθηκε την πρόταση του αδερφού του και εξοργίστηκε μαζί του. Τα δυο αδέρφια μάλωσαν πολύ και ο Ύπνος αναγκάστηκε να φύγει από τον Τάρταρο όπου και κατοικούσαν για να κυνηγήσει το πεπρωμένο του στη Γη.

Τα χρόνια περνούσαν και ο Ύπνος είχε φτιάξει ένα δικό του μέρος για να μένει, το Νησί των Ονείρων. Είχε γίνει πολύ αγαπητός στους ανθρώπους. Περπατούσε πάνω στη θάλασσα και αιωρείτο πάνω από τις ψυχές των ανθρώπων, δίνοντάς τους αγαλλίαση και μακροζωία. Εκεί μαζεύονταν οι άυλες υποστάσεις των κοιμωμένων και χόρευαν και τραγουδούσαν. Τους μοίραζε όμορφα όνειρα και έδιναν και αυτοί ένα μικρό κομμάτι από το χρόνο τους σαν αντάλλαγμα της φιλοξενίας του. Ο αδερφός του ο Θάνατος, θύμωνε και ζήλευε κάθε φορά που κρυφοκοίταζε τους ανθρώπους να είναι τόσο ευτυχισμένοι δίπλα στον αδερφό του. Ήθελε να φύγει κι αυτός από τον Τάρταρο, αλλά δεν ήταν πουθενά ευπρόσδεκτος. Όλοι αγαπούσαν τον Ύπνο και κανένας δεν ήθελε το Θάνατο. Ο Θάνατος δεν είχε καρδιά, ούτε αγάπη, δε μοίραζε όνειρα, ούτε είχε χορούς και τραγούδια. Δεν ήθελε δώρα, δεν δεχόταν προσφορές και δεν ήθελε καμία ανθρώπινη αναγνώριση. Δεν ήθελε να μιλά σε κανέναν, γιατί όλοι φοβόντουσαν την παγωμένη ανάσα του. Ένα βράδυ θύμωσε τόσο πολύ, που αποφάσισε να πάρει μόνος του ό,τι του έλειπε. Θα έκλεβε αυτό που ήθελε και θα μάζευε δικούς του ανθρώπους εκεί που ζούσε, στα έγκατα της Γης.

Ο Θάνατος, ο άκαρδος θεός, ανέβαινε γρήγορα από τον Τάρταρο στη Γη και μάζευε τις ψυχές που του έδιναν αυτό που λαχταρούσε περισσότερο από όλα. Χρόνο! Καμιά φορά, όταν η ψυχή του αγαλλίαζε από την ποσότητα χρόνου που αποθήκευε, ανέβαινε στη Γη και έδινε χάρη σε κάποιους θνητούς που τον αναζητούσαν, κάποιους πονεμένους και άρρωστους που παρακαλούσαν για την επίσκεψή του. Μέχρι που ο χρόνος του φαινόταν λίγος και έπαιρνε κι άλλο, από όποιον έβρισκε μπροστά του.

Πλέον τα δίδυμα αδέρφια, σπάνια συναντιούνται πια. Κι όταν αυτό γίνει, ο Ύπνος για να κατευνάσει το θυμό του αδερφού του, διαλέγει έναν άνθρωπο που κοιμάται στο νησί του και τον θυσιάζει. Ο Θάνατος πλησιάζει αθόρυβα, αρπάζει το δώρο του και γλιστρά μακριά φροντίζοντας να μην ξυπνήσει το θύμα του.

Πίνακας:
John William Waterhouse
"Sleep and his half-brother Death"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου