O άνθρωπος, το άλογο και το σκυλί… (Paulo Coelho)
Ένας άνθρωπος, το άλογό του και το σκυλί του περπατούσαν σ ένα δρόμο. Καθώς περνούσαν δίπλα από ένα τεράστιο δέντρο, έπεσε ένας κεραυνός και όλοι έμειναν στον τόπο. Αλλά ο άνθρωπος δεν αντιλήφθηκε ότι είχε πια αφήσει τον κόσμο τούτο και συνέχισε να περπατάει με τα ζώα του. Μερικές φορές οι πεθαμένοι θέλουν χρόνο για να συνειδητοποιήσουν τη νέα τους κατάσταση…
Ο δρόμος ήταν πολύ μακρύς, ανηφορικός, ο ήλιος έκαιγε και αυτοί είχαν ιδρώσει και διψούσαν πολύ.
Σε μια στροφή διέκριναν μια μεγαλόπρεπη πύλη, καμωμένη ολόκληρη από μάρμαρο, που οδηγούσε σε μία πλατεία στρωμένη με χρυσάφι, που στο κέντρο της είχε μία πηγή από όπου ανάβλυζε κρυστάλλινο νερό.
Ο οδοιπόρος προχώρησε προς τον άνθρωπο που φύλαγε την είσοδο:
– Καλημέρα
– Καλημέρα, απάντησε ο φύλακας
– Ποιος είναι αυτός ο τόσο όμορφος τόπος;
– Είναι ο παράδεισος
– Ωραία που φτάσαμε στον παράδεισο, διψάμε πολύ
– Μπορείτε να μπείτε, κύριε, και να πιείτε όσο θέλετε ( και ο φύλακας έδειξε την πηγή)
– Το άλογο και το σκυλί μου διψάνε κι αυτά
– Λυπάμαι πολύ, είπε ο φύλακας – Εδώ δεν επιτρέπονται ζώα
Ο άνθρωπος στενοχωρήθηκε επειδή διψούσε πολύ, αλλά δεν ήθελε να πιει νερό μόνο αυτός. Ευχαρίστησε το φύλακα και συνέχισε το δρόμο του.
Αφού περπάτησαν πολλή ώρα στην ανηφόρα, εξαντλημένοι πια, έφτασαν σ ένα μέρος που είχε για είσοδο μια παλιά ξύλινη πύλη που οδηγούσε σ ένα χωματόδρομο πλαισιωμένο από δέντρα.
Στη σκιά ενός από τα δέντρα καθόταν ένας άνθρωπος μ ένα καπέλο στο κεφάλι, ίσως και να κοιμόταν.
– Καλημέρα, είπε ο οδοιπόρος.
Ο άνθρωπος έγνεψε με το κεφάλι
– Διψάμε πολύ, εγώ το άλογό μου και το σκυλί μου
– Έχει μια πηγή σ” εκείνες τις πέτρες, είπε ο άνθρωπος δείχνοντας το σημείο – Πιείτε όσο θέλετε
Ο άνθρωπος, το άλογο και το σκυλί πήγαν ως την πηγή και έσβησαν τη δίψα τους. Ο οδοιπόρος γύρισε για να τον ευχαριστήσει.
– Ελάτε πάλι όποτε θέλετε, απάντησε ο άνθρωπος
– Αλήθεια, πως λέγεται αυτό το μέρος;
– Παράδεισος
– Παράδεισος;; Μα ο φύλακας της μαρμαρένιας πύλης είπε ότι ο παράδεισος ήταν εκεί!
– Εκεί δεν είναι ο παράδεισος, είναι η κόλαση
Ο οδοιπόρος τα’ χασε.
– Πρέπει να τους απαγορεύετε να χρησιμοποιούν το όνομά σας! Αυτό σίγουρα θα προξενεί μεγάλα μπερδέματα!
– Καθόλου, αντίθετα μας κάνουν μεγάλη χάρη. Επειδή εκεί μένουν όλοι αυτοί που είναι ικανοί να εγκαταλείψουν τους καλύτερούς τους φίλους…
(Paulo Coelho)
Ένας άνθρωπος, το άλογό του και το σκυλί του περπατούσαν σ ένα δρόμο. Καθώς περνούσαν δίπλα από ένα τεράστιο δέντρο, έπεσε ένας κεραυνός και όλοι έμειναν στον τόπο. Αλλά ο άνθρωπος δεν αντιλήφθηκε ότι είχε πια αφήσει τον κόσμο τούτο και συνέχισε να περπατάει με τα ζώα του. Μερικές φορές οι πεθαμένοι θέλουν χρόνο για να συνειδητοποιήσουν τη νέα τους κατάσταση…
Ο δρόμος ήταν πολύ μακρύς, ανηφορικός, ο ήλιος έκαιγε και αυτοί είχαν ιδρώσει και διψούσαν πολύ.
Σε μια στροφή διέκριναν μια μεγαλόπρεπη πύλη, καμωμένη ολόκληρη από μάρμαρο, που οδηγούσε σε μία πλατεία στρωμένη με χρυσάφι, που στο κέντρο της είχε μία πηγή από όπου ανάβλυζε κρυστάλλινο νερό.
Ο οδοιπόρος προχώρησε προς τον άνθρωπο που φύλαγε την είσοδο:
– Καλημέρα
– Καλημέρα, απάντησε ο φύλακας
– Ποιος είναι αυτός ο τόσο όμορφος τόπος;
– Είναι ο παράδεισος
– Ωραία που φτάσαμε στον παράδεισο, διψάμε πολύ
– Μπορείτε να μπείτε, κύριε, και να πιείτε όσο θέλετε ( και ο φύλακας έδειξε την πηγή)
– Το άλογο και το σκυλί μου διψάνε κι αυτά
– Λυπάμαι πολύ, είπε ο φύλακας – Εδώ δεν επιτρέπονται ζώα
Ο άνθρωπος στενοχωρήθηκε επειδή διψούσε πολύ, αλλά δεν ήθελε να πιει νερό μόνο αυτός. Ευχαρίστησε το φύλακα και συνέχισε το δρόμο του.
Αφού περπάτησαν πολλή ώρα στην ανηφόρα, εξαντλημένοι πια, έφτασαν σ ένα μέρος που είχε για είσοδο μια παλιά ξύλινη πύλη που οδηγούσε σ ένα χωματόδρομο πλαισιωμένο από δέντρα.
Στη σκιά ενός από τα δέντρα καθόταν ένας άνθρωπος μ ένα καπέλο στο κεφάλι, ίσως και να κοιμόταν.
– Καλημέρα, είπε ο οδοιπόρος.
Ο άνθρωπος έγνεψε με το κεφάλι
– Διψάμε πολύ, εγώ το άλογό μου και το σκυλί μου
– Έχει μια πηγή σ” εκείνες τις πέτρες, είπε ο άνθρωπος δείχνοντας το σημείο – Πιείτε όσο θέλετε
Ο άνθρωπος, το άλογο και το σκυλί πήγαν ως την πηγή και έσβησαν τη δίψα τους. Ο οδοιπόρος γύρισε για να τον ευχαριστήσει.
– Ελάτε πάλι όποτε θέλετε, απάντησε ο άνθρωπος
– Αλήθεια, πως λέγεται αυτό το μέρος;
– Παράδεισος
– Παράδεισος;; Μα ο φύλακας της μαρμαρένιας πύλης είπε ότι ο παράδεισος ήταν εκεί!
– Εκεί δεν είναι ο παράδεισος, είναι η κόλαση
Ο οδοιπόρος τα’ χασε.
– Πρέπει να τους απαγορεύετε να χρησιμοποιούν το όνομά σας! Αυτό σίγουρα θα προξενεί μεγάλα μπερδέματα!
– Καθόλου, αντίθετα μας κάνουν μεγάλη χάρη. Επειδή εκεί μένουν όλοι αυτοί που είναι ικανοί να εγκαταλείψουν τους καλύτερούς τους φίλους…
(Paulo Coelho)
ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΟΠΤΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου