Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
«Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα νησί και εκεί ζούσαν όλα τα συναισθήματα. Η Χαρά, η Λύπη, η Γνώση και όλα τα υπόλοιπα χωρίς φυσικά να λείπει η Αγάπη. Μία μέρα σαν όλες τις υπόλοιπες ανακοινώθηκε στα συναισθήματα ότι το νησί θα βούλιαζε και έτσι το ένα μετά το άλλο κατασκεύασαν πλοία και έφυγαν. Όλα, εκτός απ’ την Αγάπη. Η Αγάπη ήταν η μοναδική που έμεινε. Θέλησε να περιμένει, να περιμένει μέχρι την τελευταία στιγμή. Όταν το νησί είχε σχεδόν βουλιάξει ολόκληρο η αγάπη αποφάσισε ότι ήταν ώρα να ζητήσει βοήθεια. Εκείνη την ώρα είδε τον Πλούτο να την προσπερνά πάνω σε ένα μεγάλο πλοίο. Έτσι η Αγάπη είπε: «Πλούτε μπορείς να με πάρεις μαζί σου;» Και ο Πλούτος απάντησε: «Όχι δεν μπορώ. Το χρυσάφι και το ασήμι που έχω μαζί μου καταλαμβάνει όλο το πλοίο και δεν υπάρχει καθόλου χώρος για σένα.» Η Αγάπη αποφάσισε να ρωτήσει τη Ματαιοδοξία που έκανε την εμφάνισή της μέσα σε ένα πανέμορφο σκάφος. «Ματαιοδοξία βοήθα με σε ικετεύω!» «Μα Αγάπη είσαι μούσκεμα! Πώς να σε βάλω στο πλοίο μου, θα το καταστρέψεις!» απάντησε η ματαιοδοξία. Η Λύπη ήταν επίσης εκεί κοντά και έτσι η Αγάπη της είπε: «Λύπη, άσε με να ‘ρθω μαζί σου.» «Ώ αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που έχω ανάγκη να μείνω μόνη μου.» Η Χαρά πέρασε δίπλα απ’ την Αγάπη αλλά ήταν τόσο χαρούμενη που δεν μπόρεσε κάν να ακούσει που της φώναζε. Ξαφνικά, ακούστηκε μια φωνή! «Έλα Αγάπη, έλα μαζί μου.». Γυρίζοντας η αγάπη είδε έναν γέροντα. Η Αγάπη μέσα στη χαρά και την μεγάλη της τύχη ξέχασε να ρωτήσει το γέροντα που πήγαιναν. Όταν επιτέλους βρήκαν στεριά, η γέροντας άφησε την Αγάπη και συνέχισε το δρόμο του. Η Αγάπη κατάλαβε πόσα χρωστούσε στον καλό γέροντα και έτσι ρώτησε τη Γνώση, με τα κάτασπρα μαλλιά: «Ποιός με βοήθησε;» «Ήταν ο Χρόνος.» απάντησε η Γνώση. «Ο Χρόνος;» ρώτησε η Αγάπη. «Μα γιατί με βοήθησε;» Και η Γνώση χαμογέλασε σοφά και αποκρίθηκε: «Γιατί μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει την αξία της Αγάπης.»
«Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα νησί και εκεί ζούσαν όλα τα συναισθήματα. Η Χαρά, η Λύπη, η Γνώση και όλα τα υπόλοιπα χωρίς φυσικά να λείπει η Αγάπη. Μία μέρα σαν όλες τις υπόλοιπες ανακοινώθηκε στα συναισθήματα ότι το νησί θα βούλιαζε και έτσι το ένα μετά το άλλο κατασκεύασαν πλοία και έφυγαν. Όλα, εκτός απ’ την Αγάπη. Η Αγάπη ήταν η μοναδική που έμεινε. Θέλησε να περιμένει, να περιμένει μέχρι την τελευταία στιγμή. Όταν το νησί είχε σχεδόν βουλιάξει ολόκληρο η αγάπη αποφάσισε ότι ήταν ώρα να ζητήσει βοήθεια. Εκείνη την ώρα είδε τον Πλούτο να την προσπερνά πάνω σε ένα μεγάλο πλοίο. Έτσι η Αγάπη είπε: «Πλούτε μπορείς να με πάρεις μαζί σου;» Και ο Πλούτος απάντησε: «Όχι δεν μπορώ. Το χρυσάφι και το ασήμι που έχω μαζί μου καταλαμβάνει όλο το πλοίο και δεν υπάρχει καθόλου χώρος για σένα.» Η Αγάπη αποφάσισε να ρωτήσει τη Ματαιοδοξία που έκανε την εμφάνισή της μέσα σε ένα πανέμορφο σκάφος. «Ματαιοδοξία βοήθα με σε ικετεύω!» «Μα Αγάπη είσαι μούσκεμα! Πώς να σε βάλω στο πλοίο μου, θα το καταστρέψεις!» απάντησε η ματαιοδοξία. Η Λύπη ήταν επίσης εκεί κοντά και έτσι η Αγάπη της είπε: «Λύπη, άσε με να ‘ρθω μαζί σου.» «Ώ αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που έχω ανάγκη να μείνω μόνη μου.» Η Χαρά πέρασε δίπλα απ’ την Αγάπη αλλά ήταν τόσο χαρούμενη που δεν μπόρεσε κάν να ακούσει που της φώναζε. Ξαφνικά, ακούστηκε μια φωνή! «Έλα Αγάπη, έλα μαζί μου.». Γυρίζοντας η αγάπη είδε έναν γέροντα. Η Αγάπη μέσα στη χαρά και την μεγάλη της τύχη ξέχασε να ρωτήσει το γέροντα που πήγαιναν. Όταν επιτέλους βρήκαν στεριά, η γέροντας άφησε την Αγάπη και συνέχισε το δρόμο του. Η Αγάπη κατάλαβε πόσα χρωστούσε στον καλό γέροντα και έτσι ρώτησε τη Γνώση, με τα κάτασπρα μαλλιά: «Ποιός με βοήθησε;» «Ήταν ο Χρόνος.» απάντησε η Γνώση. «Ο Χρόνος;» ρώτησε η Αγάπη. «Μα γιατί με βοήθησε;» Και η Γνώση χαμογέλασε σοφά και αποκρίθηκε: «Γιατί μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει την αξία της Αγάπης.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου