Ilgeri, ilgeri, υπήρχε κάποτε ένας Χαν που ήταν αρχηγός της φυλής του Λύκου και είχε την πιο όμορφη κόρη.
Η κόρη ήταν όλο χάρη, όπως το δέντρο που τα κλαδάκια του αναδεύει η αύρα, με μακριές μαύρες κοτσίδες και ροδοκόκκινα μάγουλα. Είχε όμως ασυνήθιστη εμφάνιση, γιατί τα μάτια της είχαν έντονο μπλε χρώμα και όταν η μάτια της σ’ ακουμπούσε, ήταν σα να ‘χαν αγγίξει καυτά ζαφείρια.
Πολλοί νέοι στο Κιργιστάν ήθελαν να παντρευτούν την κόρη με τα μπλε μάτια.
Μία μέρα, τα κορίτσια της φυλής των Λύκων αποφάσισαν να παίξουν kesh-kumay, δηλαδή «φίλησε-και-τρέξε» καβάλα στ’ άλογα! Τα κορίτσια πήδησαν στα άλογά τους, κρατώντας καμτσίκια στα χέρια τους και τα κέντρισαν να τρέξουν γρήγορα στην στέπα. Τ’ αγόρια τις κυνήγησαν, έχοντας τυλιγμένα στο λαιμό τους μαντήλια σε κόκκινο και κίτρινο χρώμα, γέρνοντας μπροστά, πάνω απ’ το λαιμό των αλόγων τους, παροτρύνοντάς τα να καλπάσουν όσο πιο γοργά μπορούσαν. Λεγόταν, ότι αν κάποιος νέος έπιανε μια κόρη και τη φιλούσε, αυτή θα γινόταν γυναίκα του.
Οι ιππείς κυνηγούσαν τις ιππεύτριες, με τις οπλές των αλόγων τους να σκάβουν το χώμα και τα ρουθούνια τους ν’ αχνίζουν. Ιππεύοντας προσπαθούσαν να τις ξεγελάσουν κι εκείνες έστριβαν τα άλογά τους απότομα, αλλάζοντας κάθε τόσο κατεύθυνση. Ξαφνικά, ένας νέος κυνηγός έφτασε καλπάζοντας με μεγάλη ταχύτητα μέσ’ απ’ τη στέπα. Έπιασε την κόρη του Χαν και φίλησε το ρόδινο μάγουλό της. Αυτή αρχικά ξαφνιάστηκε κι έπειτα έβαλε τα γέλια. Ο κυνηγός έσκυψε απ’ τη σέλα του κι αρπάζοντας ένα μάτσο άγρια λουλούδια μ’ έντονα χρώματα τα προσέφερε στην κόρη. Κάπως έτσι έπιασαν την κουβέντα. Οι φίλοι τους μαζεύτηκαν γύρω τους και τους επευφημούσαν.
«Τί γίνετ’ εκεί πέρα;», ρώτησε ο Χαν, βγαίνοντας από το yurt, δηλαδή τη σκηνή του.
«Αυτός ο κυνηγός έπιασε την κόρη σου», του φώναζαν όλοι. «Θα παντρευτούν.»
Ο Χαν κοίταξε τον κυνηγό.
«Δεν το νομίζω», είπε.
«Όμως, πατέρα», είπε η κόρη, «κέρδισε στο κυνηγητό».
«Δε γίνεται να παντρευτείς αυτό το ληστή», απάντησ’ ο πατέρας της. «Δε διαθέτει το παραμικρό. Ζει ψηλά στα βουνά μ’ έναν αετό να κουρνιάζει στον καρπό του χεριού του, κυνηγώντας λαγούς κι αναζητώντας λεοπαρδάλεις του χιονιού. Δεν έχει τίποτε δικό του.»
Η κόρη του Χαν έκανε ένα βήμα μπροστά. «Είναι όμως τολμηρός και θαρραλέος πατέρα. Ιππεύει με δεξιότητα. Γνωρίζει τη γη και μπορεί ν’ ακολουθήσει ακόμα και τ’ αόρατα σχεδόν ίχνη που αφήνουν πίσω τους τα ζώα.»
«Πήγαινε γρήγορα μέσα», είπε ο πατέρας της, δείχνοντας με το δάχτυλο τη σκηνή τους. «Δεν πρόκειται ν’ ακούσω κουβέντα παραπάνω.»
Όμως η κόρη του Χαν κι ο κυνηγός δεν μπορούσαν να ξεχάσουν ο ένας τον άλλο. Συναντιόντουσαν κρυφά όπου κι όποτε μπορούσαν. Το κορίτσι ίππευε μέχρι τα jailoo, τα πράσινα βοσκοτόπια στις χαμηλότερες πλαγιές του βουνών. Φτάνοντας εκεί, ο κυνηγός την κερνούσε φρέσκο αλογίσιο γάλα, της αφηγούνταν ιστορίες για τα βουνά και χάζευαν παρέα το βιαστικό ουρανό που διαρκώς άλλαζε πρόσωπα.
«Σε παρακαλώ πατέρα», είπε μια μέρα η κόρη, «είμαστε ερωτευμένοι. Μπορεί να μη διαθέτει πολλά, όμως μπορεί και καταλαβαίνει τον ψίθυρο των δέντρων ή τη μιλιά των ποταμών.»
«Όχι», αποκρίθηκε ο πατέρας της. «Θα παντρευτείς τον γιο του Χαν από τη φυλή των Ορνέων, στην άλλη άκρη της κοιλάδας.»
«Δε θέλω.»
«Η ένωση αυτή συνεπάγεται δύναμη. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε την ειρήνη ανάμεσα στις φυλές.»
Έτσι ξεκίνησαν οι ετοιμασίες για το γάμο. Γέμισαν τους δερμάτινους ασκούς με γάλα φοράδας, το ανάδευσαν και τ’ άφησαν στον ήλιο να ζυμωθεί ως έπρεπε, προκειμένου να ετοιμαστεί το kumy, το ποτό για τους εορτασμούς. Στήθηκαν σκηνές και τ’ άλογα απέκτησαν νέες σέλες. Ετοιμάστηκαν σωροί ολόκληροι από φρέσκες επίπεδες φρατζόλες ψωμί, ψήθηκαν αρνιά και σερβιρίστηκαν πιατέλες γεμάτες με φρούτα και ξηρούς καρπούς.
Στη συνέχεια, έντυσαν την κόρη του Χαν για το γάμο της. Η μητέρα της τη βοήθησε να φορέσει ένα κόκκινο μεταξωτό φόρεμα κι ένα μακρύ κεντητό γιλέκο. Στο λαιμό της φόρεσε βαριά ασημένια περιδέραια, ενώ τα βραχιόλια ξεκινούσαν από τους καρπούς κι έφταναν ψηλά μέχρι τα μπράτσα της. Και της φορέσαν ένα ψηλό καπέλο στο κεφάλι, με μικρές πλεχτές κοτσίδες να κρέμονται από το γείσο του, όμοιες με σταγόνες από ασήμι, στολισμένη κάθε μια τους με μια γυάλινη χάντρα – όλες μαζί κουδούνιζαν γλυκά σαν περπατούσε.
«Μοιάζεις με πριγκίπισσα!», αναστέναξε η μητέρα της.
Όμως η κόρη αντί να χαρεί έβαλε τα κλάματα. Κι από τα μάτια της ξεχύθηκαν καυτά, μπλε δάκρυα. Προσπάθησε να τα σκουπίσει, αλλά κυλούσαν όλο και περισσότερα δάκρυα. Ο λαιμός της ήταν στεγνός και την πονούσε, και δεν μπορούσε να σταματήσει τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά της κι έσταζαν στο φόρεμά της μουσκεύοντάς το.
Με τίποτε δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει. Τα δάκρυα ήταν όλο και περισσότερα, κυλούσαν όλο και γρηγορότερα. Η κόρη έκλαψε τόσο πολύ, που σχηματίστηκε μπροστά της ένα ρυάκι. Έκλαψε έναν ποταμό ολόκληρο. Έκλαψε μια λίμνη δακρύων. Τα δάκρυα της κόρης σχημάτισαν μια λίμνη που σκέπασε εντελώς τη φυλή των Λύκων και Ορνέων. Όλοι – η μητέρα της, ο πατέρας της και οι φίλοι της, ο νέος σύζυγός της και όλοι οι άνθρωποί του – βυθίστηκαν κάτω από τα κύματα. Και το μόνο που απέμεινε ήταν μια μεγάλη μπλε λίμνη.
Ο κυνηγός κάλπασε μέχρι τους πρόποδες των βουνών κι έφτασε μέχρι τη λίμνη. Εκεί που παλιά υπήρχε μια κοιλάδα, ανακάλυψε τώρα τα ζαφειρένια νερά. Κοίταξε μέσα τους.
«Είναι τόσο έντονα μπλε τα νερά αυτά. Σαν τα μάτια της αγαπημένης μου.»
Έσμιξε τις φούχτες του, τις γέμισε νερό και ήπιε.
«Είναι ζεστό το νερό. Και η γεύση του θυμίζει αλάτι, σαν να’ ταν δάκρυα.»
Ο κυνηγός κοιτούσε για ώρα τη λίμνη.
«Είναι η αγαπημένη μου. Μεταμορφώθηκε σε λίμνη!»
Και τότε άπλωσε τα χέρια του ψηλά, πάνω απ’ το κεφάλι του, «πόσο θα ήθελα να μεταμορφωνόμουν στο πιο ψηλό βουνό» αναφώνησε, σηκώνοντας ακόμα ψηλότερα τα χέρια του, «τότε θα μπορούσα ν’ αντικρύζω τα μπλε της μάτια για πάντα».
Ξαφνικά, ο κυνηγός ένιωσε το σώμα του να μεγαλώνει, να ορθώνεται όλο και πιο ψηλά προς τον ουρανό. Όλο και ψηλότερα μέχρι που ήταν πια ψηλότερος απ’ όλα τα βουνά τριγύρω. Είχε μεταμορφωθεί στο ψηλότερο βουνό όλων, καλυμμένος με χιόνι, καθρεφτιζόμενος στα νερά της μπλε λίμνης. Το βουνό κοιτούσε τη λίμνη και η λίμνη κοιτούσε το βουνό.
Το βουνό και η λίμνη βρίσκονται ακόμα εκεί, δίχως ποτέ να ξεμακραίνουν οι ματιές τους και δεν πρόκειται να χωρίσουν ποτέ.
—————————————-
Η λίμνη Issyk-Kul είναι μια τεράστια μπλε λίμνη στο Κιργιστάν. «Issyk» σημαίνει «καυτό» και «Kul» σημαίνει «λίμνη». Δηλαδή Issyk-Kul, «Καυτή Λίμνη». Αν βουτήξεις τα δάχτυλα των ποδιών σου στη λίμνη, θα συνειδητοποιήσεις ότι τα νερά της είναι όντως ζεστά. Είναι τα ζεστά δάκρυα της κόρη που κρατούν τη λίμνη ζεστή και αλμυρίζουν τη γεύση της. Παρόλο που η λίμνη βρίσκεται μακρυά, πολύ μακρυά απ’ τη θάλασσα, τα νερά της είναι αλμυρά. Και λόγω της αλμυρότητας αυτής, η λίμνη δεν παγώνει ποτέ το χειμώνα, ακόμα κι όταν το έδαφος γύρω της είναι σκεπασμένο από πυκνό χιόνι.
Η λίμνη Issyk-Kul περικλείεται από ψηλά βουνά, με τις κορφές τους καλυμμένες χιόνι, τα βουνά Tian-Shan ή αλλιώς «Ουράνια Βουνά». Είναι τόσο ψηλά που καμμιά φορά οι πρόποδές τους εξαφανίζονται στην ομίχλη. Και τότε, το μόνο που μπορείς να διακρίνεις είναι οι χιονισμένες κορφές τους κι έτσι, πράγματι, τα βουνά μοιάζουν να ξεφυτρώνουν στον ουρανό, να επιπλέουν ανάμεσα στα σύννεφα.
Η λίμνη Issyk-Kul είναι ένας τόπος που καλεί τους ταξιδευτές και τους ποιητές. Να ξαπλώσουν στις αμμουδερές παραλίες της, να επιτρέποντας στα όνειρά τους τη συνοδεία των απαλών της κυμάτων. Βουτήξτε στα ζεστά της νερά και επιπλέοντας ανάσκελα αφεθείτε στη θέα των χιονισμένων κορυφών που αγγίζουν θαρρείς τον ουρανό.
Κάθε βράχος, ποταμός, λόφος, ίχνος στο Κιργιστάν έχει τη δική του ιστορία ν’ αφηγηθεί. Πολλές από τις ιστορίες περιγράφουν πως τα ανθρώπινα όντα μεταμορφώθηκαν σε γεωγραφικά σημεία. Έτσι, στην πραγματικότητα, ο τόπος έχει δημιουργηθεί από ιστορίες. Ιστορίες που θυμίζουν στους ανθρώπους στο Κιργιστάν την προέλευσή τους. Ιστορίες που μας θυμίζουν ότι η φύση είναι ζωντανή.
Κάποιο βράδυ, παρέμενα ξάγρυπνη σε μια βαθιά χαράδρα, αφουγκραζόμενη τον αέρα και το ποτάμι που κυλούσε ορμητικά. Και δεν υπήρχε τίποτε που θα μπορούσε να με μεταπείσει, ότι εκεί στο σκοτάδι, βρίσκονταν ένα σωρό παράξενα, αόρατα όντα.
«Είναι του κόσμου τα μάτια η Issyk-Kul, είναι η ραχοκοκκαλιά του κόσμου ο Tian-Shan» – παροιμία από το Κιργιστάν.
ΠΗΓΗ
https://mythoplasieskiafigiseis.wordpress.com
Η κόρη ήταν όλο χάρη, όπως το δέντρο που τα κλαδάκια του αναδεύει η αύρα, με μακριές μαύρες κοτσίδες και ροδοκόκκινα μάγουλα. Είχε όμως ασυνήθιστη εμφάνιση, γιατί τα μάτια της είχαν έντονο μπλε χρώμα και όταν η μάτια της σ’ ακουμπούσε, ήταν σα να ‘χαν αγγίξει καυτά ζαφείρια.
Πολλοί νέοι στο Κιργιστάν ήθελαν να παντρευτούν την κόρη με τα μπλε μάτια.
Μία μέρα, τα κορίτσια της φυλής των Λύκων αποφάσισαν να παίξουν kesh-kumay, δηλαδή «φίλησε-και-τρέξε» καβάλα στ’ άλογα! Τα κορίτσια πήδησαν στα άλογά τους, κρατώντας καμτσίκια στα χέρια τους και τα κέντρισαν να τρέξουν γρήγορα στην στέπα. Τ’ αγόρια τις κυνήγησαν, έχοντας τυλιγμένα στο λαιμό τους μαντήλια σε κόκκινο και κίτρινο χρώμα, γέρνοντας μπροστά, πάνω απ’ το λαιμό των αλόγων τους, παροτρύνοντάς τα να καλπάσουν όσο πιο γοργά μπορούσαν. Λεγόταν, ότι αν κάποιος νέος έπιανε μια κόρη και τη φιλούσε, αυτή θα γινόταν γυναίκα του.
Οι ιππείς κυνηγούσαν τις ιππεύτριες, με τις οπλές των αλόγων τους να σκάβουν το χώμα και τα ρουθούνια τους ν’ αχνίζουν. Ιππεύοντας προσπαθούσαν να τις ξεγελάσουν κι εκείνες έστριβαν τα άλογά τους απότομα, αλλάζοντας κάθε τόσο κατεύθυνση. Ξαφνικά, ένας νέος κυνηγός έφτασε καλπάζοντας με μεγάλη ταχύτητα μέσ’ απ’ τη στέπα. Έπιασε την κόρη του Χαν και φίλησε το ρόδινο μάγουλό της. Αυτή αρχικά ξαφνιάστηκε κι έπειτα έβαλε τα γέλια. Ο κυνηγός έσκυψε απ’ τη σέλα του κι αρπάζοντας ένα μάτσο άγρια λουλούδια μ’ έντονα χρώματα τα προσέφερε στην κόρη. Κάπως έτσι έπιασαν την κουβέντα. Οι φίλοι τους μαζεύτηκαν γύρω τους και τους επευφημούσαν.
«Τί γίνετ’ εκεί πέρα;», ρώτησε ο Χαν, βγαίνοντας από το yurt, δηλαδή τη σκηνή του.
«Αυτός ο κυνηγός έπιασε την κόρη σου», του φώναζαν όλοι. «Θα παντρευτούν.»
Ο Χαν κοίταξε τον κυνηγό.
«Δεν το νομίζω», είπε.
«Όμως, πατέρα», είπε η κόρη, «κέρδισε στο κυνηγητό».
«Δε γίνεται να παντρευτείς αυτό το ληστή», απάντησ’ ο πατέρας της. «Δε διαθέτει το παραμικρό. Ζει ψηλά στα βουνά μ’ έναν αετό να κουρνιάζει στον καρπό του χεριού του, κυνηγώντας λαγούς κι αναζητώντας λεοπαρδάλεις του χιονιού. Δεν έχει τίποτε δικό του.»
Η κόρη του Χαν έκανε ένα βήμα μπροστά. «Είναι όμως τολμηρός και θαρραλέος πατέρα. Ιππεύει με δεξιότητα. Γνωρίζει τη γη και μπορεί ν’ ακολουθήσει ακόμα και τ’ αόρατα σχεδόν ίχνη που αφήνουν πίσω τους τα ζώα.»
«Πήγαινε γρήγορα μέσα», είπε ο πατέρας της, δείχνοντας με το δάχτυλο τη σκηνή τους. «Δεν πρόκειται ν’ ακούσω κουβέντα παραπάνω.»
Όμως η κόρη του Χαν κι ο κυνηγός δεν μπορούσαν να ξεχάσουν ο ένας τον άλλο. Συναντιόντουσαν κρυφά όπου κι όποτε μπορούσαν. Το κορίτσι ίππευε μέχρι τα jailoo, τα πράσινα βοσκοτόπια στις χαμηλότερες πλαγιές του βουνών. Φτάνοντας εκεί, ο κυνηγός την κερνούσε φρέσκο αλογίσιο γάλα, της αφηγούνταν ιστορίες για τα βουνά και χάζευαν παρέα το βιαστικό ουρανό που διαρκώς άλλαζε πρόσωπα.
«Σε παρακαλώ πατέρα», είπε μια μέρα η κόρη, «είμαστε ερωτευμένοι. Μπορεί να μη διαθέτει πολλά, όμως μπορεί και καταλαβαίνει τον ψίθυρο των δέντρων ή τη μιλιά των ποταμών.»
«Όχι», αποκρίθηκε ο πατέρας της. «Θα παντρευτείς τον γιο του Χαν από τη φυλή των Ορνέων, στην άλλη άκρη της κοιλάδας.»
«Δε θέλω.»
«Η ένωση αυτή συνεπάγεται δύναμη. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε την ειρήνη ανάμεσα στις φυλές.»
Έτσι ξεκίνησαν οι ετοιμασίες για το γάμο. Γέμισαν τους δερμάτινους ασκούς με γάλα φοράδας, το ανάδευσαν και τ’ άφησαν στον ήλιο να ζυμωθεί ως έπρεπε, προκειμένου να ετοιμαστεί το kumy, το ποτό για τους εορτασμούς. Στήθηκαν σκηνές και τ’ άλογα απέκτησαν νέες σέλες. Ετοιμάστηκαν σωροί ολόκληροι από φρέσκες επίπεδες φρατζόλες ψωμί, ψήθηκαν αρνιά και σερβιρίστηκαν πιατέλες γεμάτες με φρούτα και ξηρούς καρπούς.
Στη συνέχεια, έντυσαν την κόρη του Χαν για το γάμο της. Η μητέρα της τη βοήθησε να φορέσει ένα κόκκινο μεταξωτό φόρεμα κι ένα μακρύ κεντητό γιλέκο. Στο λαιμό της φόρεσε βαριά ασημένια περιδέραια, ενώ τα βραχιόλια ξεκινούσαν από τους καρπούς κι έφταναν ψηλά μέχρι τα μπράτσα της. Και της φορέσαν ένα ψηλό καπέλο στο κεφάλι, με μικρές πλεχτές κοτσίδες να κρέμονται από το γείσο του, όμοιες με σταγόνες από ασήμι, στολισμένη κάθε μια τους με μια γυάλινη χάντρα – όλες μαζί κουδούνιζαν γλυκά σαν περπατούσε.
«Μοιάζεις με πριγκίπισσα!», αναστέναξε η μητέρα της.
Όμως η κόρη αντί να χαρεί έβαλε τα κλάματα. Κι από τα μάτια της ξεχύθηκαν καυτά, μπλε δάκρυα. Προσπάθησε να τα σκουπίσει, αλλά κυλούσαν όλο και περισσότερα δάκρυα. Ο λαιμός της ήταν στεγνός και την πονούσε, και δεν μπορούσε να σταματήσει τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά της κι έσταζαν στο φόρεμά της μουσκεύοντάς το.
Με τίποτε δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει. Τα δάκρυα ήταν όλο και περισσότερα, κυλούσαν όλο και γρηγορότερα. Η κόρη έκλαψε τόσο πολύ, που σχηματίστηκε μπροστά της ένα ρυάκι. Έκλαψε έναν ποταμό ολόκληρο. Έκλαψε μια λίμνη δακρύων. Τα δάκρυα της κόρης σχημάτισαν μια λίμνη που σκέπασε εντελώς τη φυλή των Λύκων και Ορνέων. Όλοι – η μητέρα της, ο πατέρας της και οι φίλοι της, ο νέος σύζυγός της και όλοι οι άνθρωποί του – βυθίστηκαν κάτω από τα κύματα. Και το μόνο που απέμεινε ήταν μια μεγάλη μπλε λίμνη.
Ο κυνηγός κάλπασε μέχρι τους πρόποδες των βουνών κι έφτασε μέχρι τη λίμνη. Εκεί που παλιά υπήρχε μια κοιλάδα, ανακάλυψε τώρα τα ζαφειρένια νερά. Κοίταξε μέσα τους.
«Είναι τόσο έντονα μπλε τα νερά αυτά. Σαν τα μάτια της αγαπημένης μου.»
Έσμιξε τις φούχτες του, τις γέμισε νερό και ήπιε.
«Είναι ζεστό το νερό. Και η γεύση του θυμίζει αλάτι, σαν να’ ταν δάκρυα.»
Ο κυνηγός κοιτούσε για ώρα τη λίμνη.
«Είναι η αγαπημένη μου. Μεταμορφώθηκε σε λίμνη!»
Και τότε άπλωσε τα χέρια του ψηλά, πάνω απ’ το κεφάλι του, «πόσο θα ήθελα να μεταμορφωνόμουν στο πιο ψηλό βουνό» αναφώνησε, σηκώνοντας ακόμα ψηλότερα τα χέρια του, «τότε θα μπορούσα ν’ αντικρύζω τα μπλε της μάτια για πάντα».
Ξαφνικά, ο κυνηγός ένιωσε το σώμα του να μεγαλώνει, να ορθώνεται όλο και πιο ψηλά προς τον ουρανό. Όλο και ψηλότερα μέχρι που ήταν πια ψηλότερος απ’ όλα τα βουνά τριγύρω. Είχε μεταμορφωθεί στο ψηλότερο βουνό όλων, καλυμμένος με χιόνι, καθρεφτιζόμενος στα νερά της μπλε λίμνης. Το βουνό κοιτούσε τη λίμνη και η λίμνη κοιτούσε το βουνό.
Το βουνό και η λίμνη βρίσκονται ακόμα εκεί, δίχως ποτέ να ξεμακραίνουν οι ματιές τους και δεν πρόκειται να χωρίσουν ποτέ.
—————————————-
Η λίμνη Issyk-Kul είναι μια τεράστια μπλε λίμνη στο Κιργιστάν. «Issyk» σημαίνει «καυτό» και «Kul» σημαίνει «λίμνη». Δηλαδή Issyk-Kul, «Καυτή Λίμνη». Αν βουτήξεις τα δάχτυλα των ποδιών σου στη λίμνη, θα συνειδητοποιήσεις ότι τα νερά της είναι όντως ζεστά. Είναι τα ζεστά δάκρυα της κόρη που κρατούν τη λίμνη ζεστή και αλμυρίζουν τη γεύση της. Παρόλο που η λίμνη βρίσκεται μακρυά, πολύ μακρυά απ’ τη θάλασσα, τα νερά της είναι αλμυρά. Και λόγω της αλμυρότητας αυτής, η λίμνη δεν παγώνει ποτέ το χειμώνα, ακόμα κι όταν το έδαφος γύρω της είναι σκεπασμένο από πυκνό χιόνι.
Η λίμνη Issyk-Kul περικλείεται από ψηλά βουνά, με τις κορφές τους καλυμμένες χιόνι, τα βουνά Tian-Shan ή αλλιώς «Ουράνια Βουνά». Είναι τόσο ψηλά που καμμιά φορά οι πρόποδές τους εξαφανίζονται στην ομίχλη. Και τότε, το μόνο που μπορείς να διακρίνεις είναι οι χιονισμένες κορφές τους κι έτσι, πράγματι, τα βουνά μοιάζουν να ξεφυτρώνουν στον ουρανό, να επιπλέουν ανάμεσα στα σύννεφα.
Η λίμνη Issyk-Kul είναι ένας τόπος που καλεί τους ταξιδευτές και τους ποιητές. Να ξαπλώσουν στις αμμουδερές παραλίες της, να επιτρέποντας στα όνειρά τους τη συνοδεία των απαλών της κυμάτων. Βουτήξτε στα ζεστά της νερά και επιπλέοντας ανάσκελα αφεθείτε στη θέα των χιονισμένων κορυφών που αγγίζουν θαρρείς τον ουρανό.
Κάθε βράχος, ποταμός, λόφος, ίχνος στο Κιργιστάν έχει τη δική του ιστορία ν’ αφηγηθεί. Πολλές από τις ιστορίες περιγράφουν πως τα ανθρώπινα όντα μεταμορφώθηκαν σε γεωγραφικά σημεία. Έτσι, στην πραγματικότητα, ο τόπος έχει δημιουργηθεί από ιστορίες. Ιστορίες που θυμίζουν στους ανθρώπους στο Κιργιστάν την προέλευσή τους. Ιστορίες που μας θυμίζουν ότι η φύση είναι ζωντανή.
Κάποιο βράδυ, παρέμενα ξάγρυπνη σε μια βαθιά χαράδρα, αφουγκραζόμενη τον αέρα και το ποτάμι που κυλούσε ορμητικά. Και δεν υπήρχε τίποτε που θα μπορούσε να με μεταπείσει, ότι εκεί στο σκοτάδι, βρίσκονταν ένα σωρό παράξενα, αόρατα όντα.
«Είναι του κόσμου τα μάτια η Issyk-Kul, είναι η ραχοκοκκαλιά του κόσμου ο Tian-Shan» – παροιμία από το Κιργιστάν.
Πηγή: Sally Pomme Clayton (2004:18-22)
«The Girl Who Cried A Lake» in TALES TOLD IN TENTS: STORIES FROM CENTRAL
ASIA, Frances Lincoln Limited, London
ΠΗΓΗ
https://mythoplasieskiafigiseis.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου