Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017

O Αετός Στο… Κοτέτσι

O Αετός Στο… Κοτέτσι





Μια άνοιξη ένας αγρότης διασκέδαζε καθημερινά μ’ ένα ζευγάρι αετών που τους έβλεπε να πετούν, να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν κοντά στο κτήμα του.

Όταν μετά από μερικές μέρες τους έχασε, πήγε στον τόπο όπου είχε εντοπίσει ότι κατέβαιναν, για να δει τι υπήρχε εκεί, βρήκε μια εγκαταλειμμένη φωλιά μ’ ένα αυγό μέσα. Πήρε το αυγό, το πήγε στο κοτέτσι και το έβαλε μαζί με τα αυγά μιας κότας, με την ελπίδα να το κλωσήσει εκείνη, να γεννηθεί το αετόπουλο, να μεγαλώσει και να πετάξει.
Σε δύο βδομάδες το αυγό άνοιξε και ένα υγιέστατο αετόπουλο γεννήθηκε. Ζώντας ανάμεσα στα κοτόπουλα, άρχισε σιγά σιγά να μαθαίνει και να συνηθίζει τους τρόπους τους και να θρέφεται με το καλαμπόκι που ο αγρότης τα τάιζε. Ξαφνικά ένα ηλιόλουστο πρωινό βλέπει από πάνω του πουλιά να πετάνε. ‘Τι θαυμάσιο είναι να πετάς έτσι! Θα ήθελα πολύ να μπορέσω να πετάξω κι εγώ’ σκέφτηκε.
Μόλις είπε την ιδέα του στα κοτόπουλα, εκείνα γέλασαν και του απάντησαν: ‘Τι ηλίθια ιδέα! Εσύ είσαι κοτόπουλο. Τα κοτόπουλα δεν πετούν! . Ποτέ δε θα μπορέσεις να πετάξεις,! ό,τι κι αν κάνεις’. Η μητέρα του φοβισμένη του είπε: ‘Αν προσπαθήσεις να πετάξεις, θα πέσεις πάνω στα σύρματα του κοτετσιού και θα σπάσεις τα φτερά σου’. Ο κόκκορας πατέρας του συμπλήρωσε με το λογικό επιχείρημα: ‘Ακόμα κι αν πετάξεις, θα είναι πολύ δύσκολο να βρεις τροφή, θα πεινάσεις και θα πεθάνεις’.



Όλα τα κοτόπουλα συμφώνησαν ότι το μικρό αετόπουλο δεν έπρεπε να προσπαθήσει να πετάξει. ‘Είναι ονειρεμένα να πετάς ψηλά όπως τα πουλιά’ έλεγε και ξαναέλεγε στον εαυτό του. ‘Επιθυμώ τόσο πολύ να το καταφέρω’. Κοίταζε και ξανακοίταζε τα πουλιά που πετούσαν στον αέρα και άρχισε να μελαγχολεί. Αλλά ποτέ δεν προσπάθησε. Πίστεψε τα κοτόπουλα. Όσο οι μέρες περνούσαν, το αετόπουλο όλο και λιγότερο μίλαγε για το πέταγμα. Δεν μπορούσε όμως να βγάλει από την καρδιά του τη μεγάλη του επιθυμία να πετάξει. Η θλίψη κι ο καημός του άρχισαν σιγά σιγά να κατασπαράζουν το σώμα του. Η τροφή και η επιθυμία για ζωή έχασαν κάθε νόημα για εκείνο.
Πέρναγε όλο και περισσότερες ώρες μόνο του, συχνά μέσα στο πέτρινο κοτέτσι. Κάποια μέρα ο αγρότης παρατήρησε ότι έλειπε από την αυλή του κοτετσιού. Πίστεψε ότι το αετόπουλο μεγάλωσε και πέταξε, αλλά! πήγε να το επαληθεύσει. Το κοτέτσι ήταν σκοτεινό, αλλά όταν άναψε το φως, μέσα σε μια γωνία είδε ένα σωρό από μαύρα φτερά. Τα σήκωσε και ήταν το αετόπουλο. Είχε πεθάνει από τη θλίψη του.”
__
Το δίδαγμα της ιστορίας λοιπόν είναι να μην πάψει ποτέ κανείς να πιστεύει ότι είναι αετόπουλο και ότι μπορεί να ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει. Το να βρει κανείς τους δρόμους της ζωής δεν είναι ποτέ ζήτημα γνώσης και συμβουλών, αλλά η ανακάλυψη της ίδιας της ψυχής μας.Και αυτό μόνο ο εαυτός μας μπορεί να το επιτύχει.


Πολλοί από εμάς αν κάνουμε την εσωτερική αναζήτηση μας, θα συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε αετόπουλα που ζούμε σε κοτέτσι, και ψάχνοντας γύρω μας για κοτόπουλα, θα δούμε πολλά. Στο χέρι μας είναι να ανακαλύψουμε λύσεις και τρόπους να πετάξουμε μακριά από το δικό μας κοτέτσι.
Πρέπει να πιστέψουμε στον εαυτό μας και να δοκιμάσουμε. Αν δοκιμάσουμε, θα πετύχουμε κάτι. Κι αν πετύχουμε, θα πιστέψουμε στον εαυτό μας. Κανείς δεν γεννιέται με πίστη, με τσαγανό, με κουράγιο και όνειρα. Όλα αυτά είναι αποτέλεσμα της ίδιας της ζωής μας. Αρκεί να ζούμε το ταξίδι της μαθησιακά. Να μαθαίνουμε και να βελτιωνόμαστε συνεχώς από τις εμπειρίες μας, τα λάθη, τις αποτυχίες, τις επιτυχίες, τις δικές μας και των άλλων. Να παρατηρούμε και να καταλαβαίνουμε το περιβάλλον μας. Να εντοπίζουμε τους περιορισμούς, τις ευκαιρίες, και τις απειλές που υπάρχουν μέσα σε αυτό.


ΠΗΓΗ http://www.ksipnistere.com

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΕΚΔΟΧΗ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ-ΠΟΙΗΣΗ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ-ΠΟΙΗΣΗ


Snip20131225_23

ΡΩΜΑΝΟΥ ΤΟΥ ΜΕΛΩΔΟΥ, ΚΟΝΤΑΚΙΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Παρατίθεται απόσπασμα. 
Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το κοντάκιο εδώ.

Snip20131225_1Προοίμιον

Ἡ παρθένος σήμερον * τὸν ὑπερούσιον τίκτει, 
καὶ ἡ γῆ τὸ σπήλαιον * τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει· 
ἄγγελοι μετὰ ποιμένων * δοξολογοῦσι, 
μάγοι δὲ μετὰ ἀστέρος * ὁδοιποροῦσι· 
δι᾿ ἡμᾶς γὰρ * ἐγεννήθη 
παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.


ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Ἡ γέννησίς σου, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν,
ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως·
ἐν αὐτῇ γὰρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες,
ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο,
σὲ προσκυνεῖν, τὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης,
καὶ σὲ γινώσκειν ἐξ ὕψους ἀνατολήν·
Κύριε, δόξα σοι.

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ,

“ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ”

Snip20131225_2Να ‘μουν του σταύλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του.
Να λάμψω από τη λάμψη του κι’ εγώ σαν διαμαντάκι
κι’ από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι.
Να μοσκοβοληθώ κι’ εγώ από την ευωδία,
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.
Να ‘μουν του σταύλου ένα άχυρο ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ,

“ΕΝΑΣ ΘΕΟΣ”

Snip20131225_3Ω! μέσα μου γεννιέται ένας Θεός! 
και το κορμί μου γίνεται ναός, 
δεν είναι ως πρώτα φάτνη ταπεινή· 
μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί,
το μέτωπο μου λάμπει σαν αστέρι… 
Στο Θεό φανείτε τώρα, ήρθεν η ώρα, 
από τ’ άγνωστα μυστικά σας μέρη, 
Μάγοι, φέρτε στο Θεό τα πλούσια δώρα.
Φέρτε μου Μάγοι —θεία βουλή το γράφει— 
τη σμύρνα της ελπίδας, το λιβάνι 
της πίστης, της αγάπης το χρυσάφι 
Μυστήρια τέτοια ανθρώπου νους δε βάνει!
Και σεις, Θρόνοι πανάχραντοι, αγγελούδια, 
στην καρδιά μου —στην κούνια του— σκυμμένα, 
με της αθανασίας τα τραγούδια 
υμνολογείτε εσείς τη θεία τη γέννα.
Μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί, 
και το κορμί μου, φάτνη ταπεινή, 
βλέπω κι αλλάζει, γίνεται ναός· 
ω! μέσα μου γεννιέται ένας Θεός!

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ,

“ΟΝΕΙΡΕΜΕΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ”

Χριστέ μου, κράτα με μακριά απ’ τις κακίες του κόσμου,
Στην φάτνη βρέφος, όσο ζω να σε λατρεύω δος μου.
Κι όσο θα ‘ρθει από Σε σταλτός ο χάρος να με πάρει,
κάμε συ, βρέφος, να σταθώ μπροστά στη θεία Σου χάρη.
Και κάμε λόγια τα έργα μου σαν των αγρών τα κρίνα,
προφητικά, φεγγοβόλα κάμε τα σαν εκείνα,
της νύκτας των απλών βοσκών. Γεννιόσουν και γρηκούσαν. 
Τους ουρανούς ολάνοικτους που σε δοξολογούσαν.

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ,

“ΑΣΤΕΡΙ ΘΕΪΚΟ”

Τι φως και χρώμα κι ομορφιά να 
σκόρπιζε το αστέρι 
όπου στην κούνια του Χριστού 
τους Μάγους έχει φέρει; 
Ποιος άγγελος το διάλεξε για 
τέτοιο ταχυδρόμο; 
Τα άλλα τα αστέρια θάβλεπαν το 
φωτεινό του δρόμο 
κι από τη ζήλια 
θάτρεμαν… Αστέρι, σε ποια χώρα του 
απέραντου σου ουρανού να 
λαμπυρίζεις τώρα; 
Η παντοδύναμη φθορά μην 
έσβησε το φως σου 
ή μήπως είσ’ αθάνατο κι εσύ, σαν 
το Χριστό σου; 
Δεν κατεβαίνει η λάμψη σου εδώ 
στα χώματα μας; 
Για όλα τα άστρα αλίμονο! δεν 
είναι η ματιά μας… 
Τι φως και χρώμα κι ομορφιά να 
σκορπίζει το αστέρι, 
όπου την κούνια του Θεού τους 
Μάγους έχει φέρει;


ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ,

“ΞΗΜΕΡΩΝΑΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ”

Snip20131225_4Ξημέρωναν Χριστούγεννα. Οι εκκλησιές σημαίνουν,
κουνιούνται τα καμπαναριά, κι οι φωνές που βγαίνουν
απ’ το βαθύ και δίπλα το κάθε καμπάνας στόμα,
μοιάζουν χερουβικούς ψαλμούς, σαν απ’ το ουράνιο δώμα.
Χιλιάδες τα Χριστούγεννα τα τραγουδούν οι άγγελοι,
και κάθε αχτίδα από ψηλά, που κάθε αστέρι στέλλει,
μοιάζει αγγελική ματιά. Θρησκεία! Γλυκιά μάνα,
τι όμορφη δίνεις εσύ λαλιά και στην καμπάνα,
και πόσο εκείνη η λαλιά σαλεύει την καρδιά μας!
Πόσες εκείνος ο σταυρός απ’ τα καμπαναριά μας
στην αντιλιάδα χύνοντας, τόσες χρυσές αχτίδες,
χύνει βαθιά μας στην ψυχή, γλυκές χρυσές ελπίδες!
Κ’ οι δυο εκείνες χαραυγές που οι άγγελοι κατεβαίνουν
μες’ απ’ τον ουρανό ψηλά κι έρχονται και σημαίνουν
Χριστούγεννα κι ανάσταση, ω! τι μυστήριο χύνουν.
Τι χαραυγούλες είναι αυτές, πόση ζωή μας δίνουν!
Λάμπουνε τ’ ασυγνέφιαστατα ουράνια Σα ζαφείρια,
Σαν μάτια π’ αγρυπνήσανε φέγγουν τα παραθύρια.
Χαρούμενες και σιγανές μιλιές σμίγονται γύρα,
και από κάθε θύραπου ανοίγεται,
βγάνουν μορφές γελούμενες, λουσμένες,
γλυκές , καλοντυμένες.
Κρατούν στα χέρια τους κεριά λαμπάδες .Στη ματιά τους
λάμπ’ η χαρά που νιώθουνε βαθιά μες στις καρδιά τους.
Ξημέρωσαν Χριστούγεννα! Θύρες ολούθε ανοίγουν
κι ολούθε τώρα οι Χριστιανοί στις εκκλησιές μας σμίγουν.

ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ,

“ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ”

Snip20131225_5Όξω πέφτει αδιάκοπα και πυκνό το χιόνι, 
κρύα και κατασκότεινη κι αγριωπή η νυχτιά. 
Είναι η στέγη ολόλευκη, γέρνουν άσπροι κλώνοι, 
μες το τζάκι απόμερα ξεψυχά η φωτιά.
Τρέμει στα εικονίσματα το καντήλι πλάγι 
και φωτάει στη σκυθρωπή, στη θαμπή εμορφιά. 
Να η φάτνη, οι άγγελοι κι ο Χριστός κι οι Μάγοι 
και το αστέρι ολόλαμπρο μες στη συννεφιά!
Κι οι ποιμένες, που έρχονται γύρω από τη στάνη 
κι η μητέρα του Χριστού στο Χριστό μπροστά. 
Το μικρό το εικόνισμα όλ’ αυτά τα φτάνει, 
μαζεμένα όλα μαζί και σφιχτά-σφιχτά.
Πέφτει ακόμη αδιάκοπο κι άφθονο το χιόνι, 
όλα ξημερώνονται μ’ άσπρη φορεσιά 
στον αγέρα αντιλαλούν του σημάντρου οι στόνοι, 
κάτασπρη, γιορτάσιμη λάμπει η εκκλησιά.

ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ,

“ΕΙΔΑ ΧΤΕΣ ΒΡΑΔΥ ΣΤ’ ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ”

Είδα χτες το βράδυ στ’ όνειρό μου,
το γεννημένο μας Χριστό,
τα βόδια επάνω του εφυσούσαν,
όλο το χνώτο τους ζεστό.
Το μέτωπό του ήταν σαν ήλιος,
και μέσα η φάτνη η φτωχική,
άστραφτε πιο καλά από μέρα,
με κάποια λάμψη μαγική.
Στα πόδια του έσκυβαν οι Μάγοι,
κι’ έμοιαζε τ’ άστρο από ψηλά,
πως θα καθίσει σαν κορώνα,
στης Παναγίτσας τα μαλλιά.
Βοσκοί πολλοί και βοσκοπούλες,
τον προσκυνούσαν ταπεινά,
ξανθόμαλλοι άγγελοι εστεκόνταν,
κι’ έψελναν γύρω του «ωσαννά».
Μα κι’ από αγγέλους κι’ από μάγους,
δεν ζήλεψα άλλο πιο πολύ,
όσο της Μάνας Του το στόμα,
και το ζεστό – ζεστό φιλί.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ,

“ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ”

Snip20131225_6Μες την αχνόφεγγη βραδιά
πέφτει ψιλό-ψιλό το χιόνι, 
γύρω στην έρμη λαγκαδιά
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι.
Ούτε πουλιού γροικάς λαλιά, 
ούτ’ ένα βέλασμα προβάτου, 
λες κι απλωμένη σιγαλιά
είναι κει ολόγυρα θανάτου.
Μα ξάφνου πέρα απ’ το βουνό
γλυκός σημάντρου ήχος γροικιέται, 
ωσάν βαθιά απ’ τον ουρανό
μέσα στη νύχτα να σκορπιέται.
Κι αντιλαλεί τερπνά-τερπνά
γύρω στην άφωνη την πλάση, 
και το χωριό γλυκοξυπνά
την Άγια μέρα να γιορτάσει.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ,

“ΝΥΧΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ”

Snip20131225_7Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
λυγούν τα πόδια
και προσκυνούν γονατιστά στη φάτνη τους
τα άδολα βόδια.
Κι ο ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα
σταυροκοπιέται
και λέει με πίστη απ’ της ψυχής τ’ απόβαθα
Χριστός γεννιέται!
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
κάποιοι ποιμένες
ξυπνούν από φωνές ύμνων μεσούρανες
στη γη σταλμένες.
Κι ακούοντας τα Ωσαννά απ΄ αγγέλων στόματα
στον σκόρπιο αέρα
τα διαλαλούν σε χειμαδιά λιοφώτιστα
με την φλογέρα.
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
ποιος δεν το ξέρει
των μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα
λάμπει το αστέρι.
Κι όποιος το βρει μες στ΄ άλλα αστέρια ανάμεσα
και δεν το χάσει,
σε μια άλλη Βηθλεέμ ακολουθώντας το
μπορεί να φτάσει.

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ,

ΑΠΟ ΤΟ “ΠΑΣΧΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ” (1917)

Snip20131225_8Στη συλλογή Πάσχα των Ελλήνων ο Σικελιανός συμπεριέλαβε δύο εκτενή αριστουργηματικά ποιήματα με τίτλους “Στον Ξενώνα της Βηθλεέμ” και “Η Γέννηση”.
Επειδή κάθε ανθολόγηση δεν μπορεί παρά να αδικήσει τα έργα αυτά, σας παραπέμπω εδώ, όπου μπορείτε να τα διαβάσετε ολοκληρωμένα.

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ,

“ΟΙ ΠΟΝΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ” (1927)

Snip20131225_9Μια λιόλουστη μέρα του χειμώνα η Παναγιά, στενεμένη από τους πόνους, αφήνει το σπιτικό της και βγαίνει στον κάμπο τρεκλίζοντας κι αγκομαχώντας.  Κάθεται χάμου στο πράσινο χορτάρι, που το φωτίζουνε δω κι εκεί άγριες βιολέτες, κυκλάμινα, κρόκοι· και σφίγγοντας την κοιλιά της με τα δυο της χέρια κλαίει και δέρνεται, κουνώντας τ’ άμαθο κορμί της δεξιά κι αριστερά, όπως οι μοιρολογίστρες της Ανατολής.
Σπιτάκι μου — στανάχωρο, και κάμαρά μου, — χαμηλή! 
Πόνοι μού σφάζουν το κορμί, μα την ψυχή μου πιο πολλοί. 
Πήρα το δρόμο το δρομί στον κάμπο να καθίσω. 
Αντρούλη μου, σα δε με βρεις με την καρδιά σου την καλή, 
ο πόνος, που με κυνηγά, θε να με φέρει πίσω.
Ω χώμα, που τραγουδιστά σε πίνει ο πεύκος ο βαθύς, 
όσο που μπάρσαμο πικρό στα φύλλα του να σουρωθείς, 
μέσα σου χώνομαι κι εγώ, τα σπλάχνα γλύκανέ μου. 
Αχ, χάιδεψέ μου τα μαλλιά της κεφαλής μου της ξανθής, 
πάρε τη σκέψη μου πολύ μακριά, πνοή του ανέμου!
Σαν καρδερίνα του Μαρτιού με τα φτερά τ’ αστραφτερά, 
που σε βαθιά τριανταφυλλιά, πλάι σε τρεχάμενα νερά, 
μ’ άχερα, λάσπη και μαλλί ζεστή φωλιά κρεμάει, 
την κούνια σου, παιδάκι μου, με ξύλα φκιάνω ευωδερά 
και βάνω προσκεφάλι σου τον ήλιο του Ανθομάη.
Ονείρατα, που γαλανά στο μισοξύπνι τ’ αυγινό 
από τα μάτια τα γλαρά σαν τον αφρό, σαν τον αχνό 
περνάτε μια και χάνεστε, σκήμα χωρίς και θώρι, 
ελάτε κι άλλη μια φορά, πείτε μου να μην το ξεχνώ, 
πως το παιδί, που καρτερώ, το πρώτο, θα ’ν’ αγόρι.
(Εδώ η Παναγιά μιλά για το όραμα του Αγγέλου).
Κάνε ψαρά, πεζόβολο στ’ ακροθαλάσσι να πετάς, 
κάνε σε κάδο τρυγητή γλυκά σταφύλια να πατάς· 
κάνε γκαμήλες να ποτίζεις σ’ έρημο πηγάδι· 
καν’ αναγνώστη στο Ναό να ψέλνεις και να θυμιατάς — 
πού σ’ είδα, γνώριμη αστραψιά στου νου μου το σκοτάδι;
Ήσουν ωραίος σαν άγγελος με δυο φτερούγες ανοιχτές, 
η μια βυθούσε στ’ αύριο, η άλλη χανότανε στο χτες· 
κάτι στο χέρι κράταγες, γιά φλάμπουρο γιά κρίνο 
—χορός, που ζεστοκόπησε τις φλέβες μου τις τιναχτές!— 
ό,τι ποθώ με πότισες κι ως αγιασμό το πίνω.
Μα γιατί μου ’δειξες, καλέ, δόξα πολλή για το παιδί; 
Αχ, η καρδιά μου δε βαστά, το μέγα ψήλος να το δει! 
Δεν τον αφήνω η Μάνα του μιαν πιθαμή να φύγει! 
Μη μεγαλώσει μου ποτές κι όλα τα χρόνια, αυγή – βραδύ, 
πάντα μωρό να σφίγγεται στου κόρφου μου τα ρίγη.
…………………………………………………………….
Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί; 
Σε ποιό νησί του Ωκεανού, σε ποιάν κορφή ερημική; 
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις. 
Ξέρω, πως θα ’χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή, 
που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράξεις.
Συ θα ’χεις μάτια γαλανά, θα ’χεις κορμάκι τρυφερό, 
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό, 
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης. 
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό. 
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.
Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ, 
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακούω, πουλάκι μου ζεστό, 
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι 
κι ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι θα κοιτώ 
που θα παγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι…
Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής, 
κι η Αλήθεια σού χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις. 
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν. 
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής. 
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.
Όχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά. 
Στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά! 
—Ω! πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσο…— 
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά 
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!

ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΠΕΡΑΝΤΖΑΣ,

“ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ”

Snip20131225_10Στην γωνιά μας κόκκινο τ΄αναμμένο τζάκι
Τούφες χιόνι πέφτουνε στο παραθυράκι!
Όλο απόψε ξάγρυπνο μένει το χωριό
και χτυπά Χριστούγεννα το καμπαναριό!
Έλα, Εσύ που Αρχάγγελοι σ’ανυμνούνε απόψε
πάρε από την πίτα μας, που ευωδιά και κόψε!
Έλα κι η γωνίτσα μας καρτερεί να ‘ρθεις……
Σου ‘στρωσα, Χριστούλη μου, για να ζεσταθείς!


ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ,

“ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ” (1940)

Το ποίημα ολοκληρώνεται σε πέντε μέρη. Μπορείτε να το διαβάσετε ολόκληρο εδώ. Παρατίθεται το τέταρτο μέρος:
Snip20131225_12Αμήν αμήν λέγω, Κύριε,
συγχώρησε την αδυναμία μου, 
χώρον χάρισε στην αδυναμία μου, Κύριε,
με την αδυναμία μου να χωρέσω στην έκκληση 
της ψυχής μου. Συγχώρεσε
την σκληρή κατάπτωση,
της σκληρότητας ψυχρής την κατάσταση,
της στείρας ψυχρότητας την κατάκτηση,
της σκληρότατης πτώσης τη στάση,
της ψυχής τη στειρότητα.
Εκείνος που δεν γεννά, δεν γεννάται,
δεν αναγεννάται ποτέ, Κύριε,
της Γέννησης «σκήνωσον εν εμοί»,
ο την Σάρραν και την Ελισσάβετ
γονίμους διδάξας, προς δόξαν σου αιώνιαν.

ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ, “ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ” (1955)

Snip20131225_13Έπρεπε νάμαστε τρεις.
Αν δεν ήταν τόσο σκοτάδι, 
θα καταλάβαινα ίσως, γιατί
έχω μείνει τόσο μονάχος.
Πόσο έχω ξεχάσει.
Πρέπει απ’ αρχής πάλι το ταξίδι
ν’ αρχίσει.
Πότε ξεκινήσαμε, τότε, οι τρεις;
Ή μήπως, κάποτε, είχαμε ανταμώσει…
Μαζύ πορευτήκαμε ένα διάστημα,
όσο μας οδηγούσε άστρο λαμπρό.
Αυτό άλλαξε την οδό ή εγώ
τίποτα πια να δω δεν μπορώ;
Πού βρίσκομαι τώρα, σε τέτοιον καιρό,
σκληρό, ανένδοτο, δύσκολο,
εγώ, ανήσυχος, βιαστικός.
Μήπως κι’ η ώρα πλησίασε;
Πού να το ξέρω!
Πού είναι τα δώρα;
είχαμε τότε τοιμάσει δώρα
ήμερα, ήσυχα
δώρα ημών των ταπεινών, χρυσόν
λίβανον και σμύρναν άλλοτε
με θαυμασμό κι’ ευλάβεια τού φέρναμε.
Τώρα σ’ αυτόν τον καιρό
σίδερο, κεραυνό και φωτιά.
Ήμασταν τρεις,
τώρα κανέναν άλλον δε βλέπω
κι’ αισθάνομαι τα χέρια μου
πότε άδεια, πότε βαριά.
Βασιλείς τότε προς τον βασιλέα
του κόσμου, τώρα κανείς
δε βασιλεύει με βεβαιότητα.
Σκοτάδι βαρύ. Ποιος μ’ οδηγεί;
Δίχως συντροφιά, 
δίχως άστρο κανένα πηγαίνω.
Μόνη προσφορά, η μεγάλη που γνωρίζω,
συμφορά της στέρησής Του.
Τι να προσφέρω σημάδι ευλάβειας
κι’ υποταγής; Εμείς, άνθρωποι
της παράφορης τούτης εποχής,
τι μπορούμε, δικό μας, ευτυχείς
να Του δώσουμε; Είναι ανάγκη
να βρούμε την προσφορά.
Τίποτα δεν προσφέρει της ψυχής μας
ο τόσος αγώνας.
Χρυσόν, λίβανον και σμύρναν
άλλοτε, δώρα απλά.
Μας παιδεύει η ασυμπλήρωτη προσφορά.
Τώρα που πορεύομαι στο σκοτάδι,
χωρίς τη χαρά των δώρων, μονάχος,
δεν έχω παρά τον εαυτό μου να δώσω.
Εν συντριβή βαδίζοντα.

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ, “ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ” (1956, γραμμενο στη Μακρόνησο το 1950)

Snip20131225_15Παγωνιά
στον ουρανό ένα χρώμα βρώμικης φανέλλας
στεκόμαστε στη γραμμή
όρθιοι
κάποιος χνωτίζει τα νύχια του
κάποιος δαγκώνει τα δάχτυλά του
ένα παιδί με σπυριά δίπλα σου
δε μιλάει
κρυώνει
ένα χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κ’ εκείνο κρυώνει
καθώς μας πλευρίζουν τα καμιόνια
μια μυρουδιά μπενζίνας
οι πόρτες που ξανακλείνουνε
ο λοχαγός έχει δυο μάτια από κατράμι
η φωνή του μες απ’ τις μύτες του σηκωμένου γιακά
ένας – ένας
ακούει τ’ όνομά του
και βγαίνει
αντίο, αντίο
το χώμα τρίζει κάτω απ’ τις αρβύλες
κάποιος σηκώνει το χέρι του
τίποτ’ άλλο
το παιδί με τα σπυριά προχωράει
στη θέση του μένουν δυο χνάρια από αρβύλες
που σε λίγο θα σβήσει η βροχή
ένα χέρι γλυστράει το ρολόι του στην παλάμη σου
δε θα μου χρειαστεί, λέει – αντίο
το χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κρυώνει ακόμα.
Ξεκινάνε τα φορτηγά.
Είκοσι άνθρωποι κουβαριασμένοι μες σ’ ένα αντίσκηνο
δε μπορείς να σαλέψεις ούτε τη γλώσσα σου
μα είναι πολλά τα χέρια να μοιράσεις την πίκρα σου
πολλές οι ανάσες να ξεχνάς τη βροχή.
Έχει αρκετή θέση
για να πεθάνεις.
Θα κουβαλήσουμε κι απόψε το σακκί της νύχτας
θα κολλήσουμε τ’ αποτσίγαρο στη μύτη της αρβύλας μας
θ’ ακουμπήσουμε την καρδιά μας σε μια διπλανή καρδιά
όπως το βράδυ ακουμπάνε οι κουβέρτες και τα όνειρά μας.
Ελάτε λοιπόν
όλοι μαζί
να φυσήξουμε αυτό το μικρό καρβουνάκι στη χόβολη της ελπίδας
τώρα που η λάμπα μας έσβησε
που νυστάζει η σκοπιά
και το στρατόπεδο φόρεσε την κουρελιασμένη χλαίνη
της ομίχλης.
Μας ήρθε μ’ ένα χαμόγελο και μια τραμβαγέρικη πατατούκα.
Του κάναμε τόπο
άπλωσε μια λινάτσα, την έστρωσε καλά καλά
και μας κοίταξε.
Φυσούσε ένας αγέρας δυνατός απ’ το Νοτιά
και το μούτρο του ήταν βλογιοκομένο σαν ψιχαλισμένος δρόμος.
Ύστερα βράδιασε και βγάζοντας τα χέρια από τις τσέπες
μας έδωσε κάτι φτηνές μέντες
πασαλειμένες χνούδια και καπνό.
Τον πήραν νύχτα ξαφνικά και τον σκοτώσαν στο προαύλιο
η πατατούκα του πεταμένη πάνω στο χώμα
μα δάγκωνε σφιχτά στα δόντια το χαμόγελό του
μη του το πάρουν.
Μη με λες λοιπόν σύντροφο
έχω ένα σταχτί ουρανό μέσα μου
κρύβω στην τσέπη μου ένα όνειρο κουρελιασμένο
σφίγγω στα χέρια τ’ άγνωστο όνομά μου
σαν το παιδάκι που αγκαλιάζει ένα ξύλινο πόδι
ακουμπισμένο σε μια γωνιά.
Μη με λες λοιπόν σύντροφο.
Την ώρα που οι συντρόφοι μας πεθαίνουνε τραγουδώντας
την ώρα που εσύ ακονίζεις στο μίσος τη σκληρή σου παλάμη
εγώ σε προδίνω
καθώς μέσα στη νύχτα κρυώνω και φοβάμαι τη λησμονιά.
Το ξέρω, ένας σύντροφος πρέπει να ζήσει μιαν άλλη ζωή
και να πεθάνει απλά
όπως κανείς τραβάει την κουβέρτα ως τα μάτια του
κι αποκοιμιέται.
Μα όταν εγώ κι αυτούς εδώ τους στίχους τους γράφω
μήπως μιλήσουν για μένα – όχι, μη με λες σύντροφο.
Είμαι ένα τσαλακωμένο χαρτί που κόλλησε στην αρβύλα σου
καθώς
προχωράς.
Snip20131225_16Η ασετυλίνη που σφυρίζει στη γωνιά
ένα σπασμένο παράθυρο φιμωμένο με σκοτάδι.
Η σκεπή του μαγειρείου μπάζει νερά.
Βουίζει μες στις χαραμάδες ο άνεμος.
– Θωμά, πάρε τσιγάρο
και μη σκαλίζεις τα δόντια σου, Θωμά.
Μάταια ψάχνεις για ένα τριματάκι
απ’ το παλιό παιδικό χριστόψωμο.
Βουίζουνε τα φλόγιστρα του πετρελαίου. Ο Θωμάς
σφίγγει στα γόνατά του μια πατάτα
και καθαρίζει ήσυχα ήσυχα. Τ’ άλλο του χέρι είναι κομένο.
Κοιτάμε με την άκρη του ματιού το σκοπό που μπαίνει
μ’ ένα φύσημα παγωμένου αέρα. Το σαγώνι του
θα τρέμει πίσω απ’ το χακί κασκόλ.
Σηκώνεις το γιακά της χλαίνης σου. Χιονίζει.
Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά
η σιωπή. Καλή νύχτα, καλά Χριστούγεννα.
Συλλογιέσαι τ’ άστρα πίσω απ’ την καταχνιά
σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν.
Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη
χώσε τα χέρια σου.
– Καληνύχτα, Θωμά, καλά Χριστούγεννα.
Κ’ η καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι.
                                                                          Μακρόνησος 1950



ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ, “ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΤΗ ΣΑΛΠΙΓΓΑ” (1969)

Snip20131225_18Αν μπορούσες να ακουστείς
θα σου έδινα την ψυχή μου
να την πας ως την άκρη του κόσμου.
να την κάνεις περιπατητικό αστέρι ή ξύλα
αναμμένα για τα Χριστούγγενα – στο τζάκι του Νέγρου
ή του Έλληνα χωρικού. Να την κάνεις ανθισμένη μηλιά
στα παράθυρα των φυλακισμένων. Εγώ
μπορεί να μην υπάρχω ως αύριο.
Αν μπορούσες να ακουστείς
θα σου έδινα την ψυχή μου
να την κάνεις τις νύχτες
ορατές νότες, έγχρωμες,
στον αέρα του κόσμου.
Να την κάνεις αγάπη.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, “Ο ΗΛΙΟΣ Ο ΗΛΙΑΤΟΡΑΣ” (1971)(αποσπασμα)

Snip20131225_19Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος
να ‘ν’ ήμερος να ‘ναι άκακος
λίγο φαΐ λίγο κρασί
Χριστούγεννα κι Ανάσταση
κι όπου φωλιάσει και σταθεί
κανείς να μην του φτάνει εκεί
Μα ‘ρθαν αλλιώς τα πράματα
τονε ξυπνάν χαράματα
τον παν τον φέρνουν πίσω μπρος
του τρώνε και το λίγο βίος
κι από το στόμα την μπουκιά
πάνω στην ώρα τη γλυκιά
του τηνε παίρνουνε κι αυτή
Χαρά στους που ‘ναι οι Δυνατοί!


ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ, “Η ΓΕΝΝΗΣΗ” (1983)

Snip20131225_15Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα.
Χτύπησα την πόρτα και μπήκα. Μου ‘δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό.
«Είδες –μου λέει- γεννήθηκε η ευσπλαχνία! Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ.
Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες και δε θα ‘χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό.