Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015

Η τυχερή λίρα

Η τυχερή λίρα
 
Μια φορά και έναν καιρό, σε μια μακρινή πόλη, ζούσε ένα αγόρι που το ‘λέγαν Φίλιππο. Ο Φίλιππος έμενε με την μητέρα του και ήταν πολύ φτωχός. Για να βγάζει λοιπόν τα προς το ζην, γυάλιζε παπούτσια στο δρόμο. Έτσι λοιπόν και σήμερα, αυτό το όμορφο χειμωνιάτικο πρωινό, φόρεσε το παλιό του παλτουδάκι, πήρε το κασελάκι του με τα βερνίκια και τις βούρτσες και βγήκε στο δρόμο.
 Σε λίγο, πλησίασε κοντά του ένας άντρας, ο οποίος φαινόταν πολύ πλούσιος. Έβαλε το παπούτσι του πάνω στο κασελάκι του Φίλιππου και αυτός ξεκίνησε αμέσως την δουλειά του.
 
 «Τι σου χρωστάω νεαρέ;» τον ρώτησε, μόλις ο Φίλιππος τελείωσε.
 
 «Μια δεκάρα κύριε», απάντησε το αγόρι.
 
  Ο άνδρας σήκωσε τα φρύδια του.
 
  «Μόνο μια δεκάρα; Μα έκανες τόσο καλή δουλειά. Όχι, δεν μπορώ να σου δώσω τόσο λίγα. Μιας και πλησιάζουν Χριστούγεννα ορίστε, αυτή η χρυσή λίρα είναι δική σου».
 
 «Ω, σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ πολύ κύριε», είπε το αγόρι και την κοίταξε με θαυμασμό.
 
 «Μόνο πρόσεξε μην την χάσεις. Αλλά και έτσι να συμβεί, η λίρα θα επιστρέψει σε σένα από μόνη της. Είναι ξέρεις, τυχερή και επιστρέφει πάντοτε σε αυτόν που την έχασε».
 
 «Δεν θα την χάσω κύριε, σας το υπόσχομαι. Να, θα την βάλω σε αυτήν εδώ την τσέπη», ξανάπε το αγόρι και του έδειξε την δεξιά τσέπη από το παλτουδάκι του. Ο άντρας χαμογέλασε και έφυγε.

Ο Φίλιππος κοίταξε και πάλι την λίρα. «Μια χρυσή λίρα! Αυτά θα είναι τα καλύτερα Χριστούγεννα της ζωής μου!» ψέλλισε με χαρά και την έχωσε αμέσως στην τσέπη του. Η τσέπη όμως είχε μια τρύπα και η λίρα βγήκε από αυτήν, χωρίς ο Φίλιππος να το καταλάβει. Έπειτα κύλησε στο πεζοδρόμιο, κατέβηκε μια κατηφόρα και σταμάτησε μπροστά από ένα αρτοποιείο. Εκείνη την στιγμή έτυχε να περνά από εκεί ένα χοντρό αγοράκι. Μόλις είδε την λίρα, χοροπήδησε από την χαρά του. Την πήρε από κάτω και μπήκε αμέσως στο αρτοποιείο.
 
«Ένα κρουασάν παρακαλώ», είπε στον αρτοποιό. «Πέντε δεκάρες» απάντησε βαριεστημένα αυτός και του το έδωσε. Το αγοράκι πλήρωσε με την λίρα. Όταν ο αρτοποιός την είδε, τα μάτια του γυάλισαν και σκέφτηκε να του την κλέψει.
 
 «Ει, αυτή η λίρα είναι ψεύτικη» του είπε, δαγκώνοντάς την. «Ποιος σου την έδωσε;».
 
 «Κανείς», απάντησε το αγόρι, καθώς έτρωγε το κρουασάν. «Την βρήκα στο δρόμο. Ωχ, τότε α-αυτό σημαίνει ότι πρέπει να σας επιστρέψω το κ-κρουασάν; Μα ήδη έφαγα το μισό».
 
 «Όχι κράτησέ το, αλλά μην περιμένεις ρέστα», ξανάπε αυτός αυστηρά. Το αγοράκι σήκωσε μια φορά τους ώμους του και έφυγε. Ο αρτοποιός συνεχάρη τον εαυτό του για την πονηριά του και έβαλε την λίρα στο κουτί που φύλαγε τα χρήματά του. Η γυναίκα του όμως, που ήταν το ίδιο πονηρή με αυτόν, τα είχε κρυφακούσει όλα και μόλις ο αρτοποιός επέστρεψε στον φούρνο του, άνοιξε το κουτί, πήρε την λίρα και πήγε να αγοράσει ένα καινούργιο ζευγάρι παπούτσια. Στο δρόμο όμως της επιτέθηκε ένας ληστής και της έκλεψε την τσάντα. Η γυναίκα έβαλε αμέσως τις φωνές. Για καλή της τύχη, έτυχε να περνά ένας αστυνομικός, ο οποίος μόλις είδε τι συνέβαινε, άρχισε να κυνηγά τον ληστή. Αυτός για να ξεφύγει, πέταξε την τσάντα κάτω. Τα πράγματα της χύθηκαν παντού. Η λίρα βγήκε από μέσα, κύλησε μέχρι την μέση του δρόμου και σταμάτησε.
 Μισό μέτρο πιο πέρα, πέρναγε ένας αγρότης με την άμαξά του, την οποία έσερναν δύο άλογα. Ένα από τα άλογα πάτησε την λίρα και αυτή σφηνώθηκε στο πέταλό του. Στην συνέχεια, η άμαξα βγήκε από την πόλη και άρχισε να κατευθύνεται προς το δάσος. Η λίρα όμως άρχισε να ενοχλεί το άλογο. Αυτό χλιμίντρισε θυμωμένο και σταμάτησε στην θέση του, μη θέλοντας να κάνει ούτε βήμα. Ο αγρότης κατέβηκε από την άμαξα και πλησίασε το άλογο. Όταν είδε την λίρα στο πέταλο, γεμάτος χαρά, πήρε ένα μαχαίρι και προσπάθησε να την βγάλει. Έβαλε όμως πολύ δύναμη και η λίρα τινάχτηκε ψηλά, χτύπησε σε ένα δέντρο και έπεσε μέσα σε κάτι χορτάρια.
 
 Από εκεί γλίστρησε σε μια πλαγιά, αναπήδησε σε μια πέτρα και προσγειώθηκε σε ένα κομμάτι ξύλο, το οποίο επέπλεε μέσα σε ένα μικρό ποτάμι. Μετά από λίγο, την λίρα είδε να γυαλίζει από μακριά μια κοπέλα, η οποία μάζευε εκεί κοντά χόρτα. Βούτηξε αμέσως στο ποτάμι και την έβγαλε έξω. Έπειτα άφησε την λίρα σε μια πέτρα και κάθισε κάτω από ένα δέντρο για να ξεκουραστεί και να στεγνώσει. Στα κλαδιά όμως του δέντρου παραμόνευε μια καρακάξα, από αυτές που κλέβουν γυαλιστερά αντικείμενα. Μόλις είδε την χρυσή λίρα, όρμησε και την άρπαξε για την φωλιά της. Δεν πρόλαβε να πάει μακριά, όταν την πήρε στο κυνήγι ένα γεράκι που ήθελε να την φάει. Η καρακάξα έβαλε όλη της την δύναμη για να ξεφύγει, αλλά το γεράκι κέρδιζε συνεχώς έδαφος. Στην προσπάθεια της λοιπόν να πάει ακόμη πιο γρήγορα, άνοιξε το στόμα της και η λίρα έπεσε.
 
 Την ίδια στιγμή, ο Φίλιππος επέστρεφε σπίτι του. Κόντευε μεσημέρι και έπρεπε κάτι να φάει. Σήμερα δεν είχε μαζέψει αρκετά χρήματα και ήταν λιγάκι λυπημένος. Ξαφνικά, στην δεξιά τσέπη του παλτού του ένιωσε κάτι να χοροπηδά. Παραξενεμένος, κοίταξε μέσα της. Τότε είδε την λίρα του να γυαλίζει. Ναι, ήταν η ίδια λίρα που του είχε δώσει εκείνος ο άνδρας το πρωί, η οποία, μόλις την άφησε η καρακάξα, έπεσε από ψηλά και χώθηκε στην τσέπη του.
 
 Ο Φίλιππος την πήρε στα χέρια του και την κοίταξε χαρούμενος. «Σε είχα ξεχάσει εσένα», της είπε χαμογελαστός και πήγε να την ξαναβάλει στην τσέπη του. Τότε είδε την τρύπα και την έχωσε σε μια άλλη τσέπη, αφού πρώτα σιγουρεύτηκε ότι δεν υπήρχε καμία τρύπα εκεί.

«Κοίτα να δεις», μουρμούρισε. «Παραλίγο να την χάσω. Τελικά εκείνος ο κύριος είχε δίκιο. Αυτή η λίρα ήταν όντως τυχερή» και συνέχισε για το σπίτι του.
 
ΤΕΛΟΣ
 
ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΩΤΟΡΕΝΗΣ (ανέκδοτο κείμενο)